Primavera είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾi.ma.βe.ɾa/
Η λέξη primavera χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην εποχή της άνοιξης, που ακολουθεί τον χειμώνα και προηγείται του καλοκαιριού. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο για να περιγράψει τις καιρικές συνθήκες, τη φύση και τις εποχές του χρόνου. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται με μέτρια έως υψηλή συχνότητα στον καθημερινό λόγο, ειδικά κατά την αλλαγή των εποχών.
Η άνοιξη είναι μια εποχή γεμάτη λουλούδια και αναγέννηση.
En primavera, los días son más largos y el clima es más cálido.
Η λέξη primavera συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Η άνοιξη επηρεάζει το αίμα. (Η άνοιξη φέρνει αλλαγές και ανανεώσεις στη ζωή μας).
Primavera eterna.
Αιώνια άνοιξη. (Αναφέρεται σε ένα ιδεατό ή παράδεισο που είναι πάντα όμορφο και ευχάριστο).
En el corazón de la primavera.
Η λέξη primavera προέρχεται από το λατινικό "prima vere", που σημαίνει "πρώτο της άνοιξης". Εδώ, "prima" σημαίνει "πρώτο" και "ver" αναφέρεται στην άνοιξη.
Συνώνυμα: - Época de flores (Εποχή των λουλουδιών) - Temporada de crecimiento (Περίοδος ανάπτυξης)
Αντώνυμα: - Invierno (Χειμώνας) - Otoño (Φθινόπωρο)
Η λέξη primavera είναι ένα οργανικό κομμάτι της ισπανικής γλώσσας που ενσωματώνει πολιτισμικές και φυσικές έννοιες, εστιάζοντας στις αλλαγές και την ανανέωση που φέρνει η άνοιξη.