Η λέξη "primaveral" είναι επίθετο.
/fɾi.mɔ.βeˈɾal/
Η λέξη "primaveral" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την άνοιξη, εποχή που χαρακτηρίζεται από αύξηση της θερμοκρασίας, ανθοφορία και αναγέννηση της φύσης. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνικά έργα, ποιήματα και περιγραφές του τοπίου και των εποχών, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις.
Οι ανοιξιάτικες ημέρες είναι ιδανικές για βόλτες στο πάρκο.
La brisa primaveral trae consigo aromas de flores.
Η λέξη "primaveral" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να εμφανίζεται σε ποιητικό ή λογοτεχνικό λόγο. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
Η ανοιξιάτικη χαρά νιώθεται στον αέρα.
Los colores primaverales llenan de vida el paisaje.
Τα ανοιξιάτικα χρώματα γεμίζουν τη φύση με ζωή.
La música primaveral acompaña nuestros momentos de felicidad.
Η λέξη "primaveral" προέρχεται από το "primavera," που σημαίνει "άνοιξη" στα Ισπανικά, συνδυαζόμενη με την κατάληξη "-al," η οποία σημαίνει "σχετικός με."
Συνώνυμα: - a) estacional (καλοκαιρινός) - b) florido (ανθισμένος)
Αντώνυμα: - a) invernal (χειμωνιάτικος) - b) estival (καλοκαιρινός)