Η λέξη "primero" είναι επίθετο και επιρρήμα.
Фωνητική μεταγραφή της λέξης "primero": /pɾiˈmeɾo/
Η λέξη "primero" σημαίνει "πρώτος" ή "πρώτα". Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάτι που βρίσκεται στην πρώτη θέση ή που συμβαίνει πριν από άλλα. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, η οποία εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον γραπτό λόγο, χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα κείμενα και σε νομικά έγγραφα.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία, αλλά και σε επίσημα κείμενα.
Primero debemos tomar una decisión.
Πρώτα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.
El primero en llegar fue Juan.
Ο πρώτος που έφτασε ήταν ο Χουάν.
Primero, haremos un resumen del informe.
Πρώτα, θα κάνουμε μια περίληψη της αναφοράς.
Η λέξη "primero" είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα.
Primero lo primero.
Πρώτα απ' όλα.
(Χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα πιο σημαντικά θέματα.)
Primero en la fila.
Πρώτος στη σειρά.
(Αναφέρεται σε κάποιον που είναι ο πρώτος σε μια ουρά ή σε μια διαδικασία.)
Hazlo primero y luego piensa.
Κάν' το πρώτα και μετά σκέψου.
(Ενθαρρύνει την εκτέλεση μιας ενέργειας πριν την ανάλυση της κατάστασης.)
Primero un café, después el trabajo.
Πρώτα ένας καφές, μετά η δουλειά.
(Σημαίνει ότι προτού αντιμετωπίσει κάποιος τις υποχρεώσεις του, θα κάνει πρώτα κάτι που τον ευχαριστεί.)
Primero hay que investigar.
Πρώτα πρέπει να ερευνήσουμε.
(Επισημαίνει την ανάγκη να συλλέξει κανείς πληροφορίες προτού προχωρήσει σε οποιαδήποτε απόφαση.)
Η λέξη "primero" προέρχεται από τη λατινική λέξη "prior", που σημαίνει "πιο πρώτος" ή "προγενέστερος".
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της λέξης "primero".