Η λέξη "primitivo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾi.mi.ˈti.βo/
Η λέξη "primitivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πρωτόγονο, αρχαίο ή βασικό. Μπορεί να αναφέρεται σε πολιτισμούς, στοιχεία ή ιδέες που είναι απλές ή επιφανειακές, συνήθως προερχόμενοι από πρώιμες ή απλές καταστάσεις. Εμφανίζεται συχνά στη γλώσσα των επιστημών, περιλαμβάνοντας την ιατρική και τη γλωσσολογία, και χρησιμοποιείται και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα.
El arte primitivo revela los primeros intentos de expresión humana.
Η πρωτόγονη τέχνη αποκαλύπτει τις πρώτες προσπάθειες ανθρώπινης έκφρασης.
Los pueblos primitivos vivían en armonía con la naturaleza.
Οι πρωτόγονοι λαοί ζούσαν σε αρμονία με τη φύση.
Su raciocinio es demasiado primitivo para comprender la situación.
Η λογική του είναι πολύ πρωτόγονη για να κατανοήσει την κατάσταση.
Η λέξη "primitivo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Pensamiento primitivo
Απλό/πρωτόγονο σκεπτικό.
El pensamiento primitivo a menudo lleva a conclusiones erróneas.
Η πρωτόγονη σκέψη συχνά οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Hombre primitivo
Πρωτόγονος άνθρωπος.
El hombre primitivo tuvo que adaptarse para sobrevivir.
Ο πρωτόγονος άνθρωπος έπρεπε να προσαρμοστεί για να επιβιώσει.
Arte primitivo
Πρωτόγονη τέχνη.
El museo tiene una colección impresionante de arte primitivo.
Το μουσείο έχει μια εντυπωσιακή συλλογή πρωτόγονης τέχνης.
Cultura primitiva
Πρωτόγονη κουλτούρα.
Estudiar la cultura primitiva nos ayuda a entender nuestras raíces.
Η μελέτη της πρωτόγονης κουλτούρας μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ρίζες μας.
Η λέξη "primitivo" προέρχεται από το λατινικό "primitivus", που σημαίνει "αρχαίος" ή "πρώτος", το οποίο στηρίζεται στο ρήμα "primus", που σημαίνει "πρώτος".
Συνώνυμα: - Básico - Elemental - Crudo
Αντώνυμα: - Avanzado - Moderno - Progresivo