Η λέξη "primo" είναι ένα επίθετο και επίσης μπορεί να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/pɾi.mo/
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "primo" είναι πιο συνήθως γνωστή ως "ξάδελφος". Χρησιμοποιείται σε οικογενειακά συμφραζόμενα για να αναφερθεί σε έναν θείο, ή μπορεί να έχει και άλλες σημασίες αν χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά πλαίσια. Αποτελεί ευρέως χρησιμοποιούμενη λέξη στις καθημερινές συνομιλίες.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Ο ξάδελφος μου είναι στο πανεπιστήμιο.
Voy a visitar a mi primo este fin de semana.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "primo" μπορεί να ενσωματωθεί σε ιδιωματικές φράσεις:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πολύ στενή ή φιλική σχέση.
Primo de riesgo.
Αναφέρεται σε οικονομικούς όρους, συνήθως για την επικινδυνότητα επενδύσεων ή δανείων.
Tener una relación de primos.
Η λέξη "primo" προέρχεται από τα Λατινικά "prīmus," που σημαίνει "πρώτος." Στην πορεία του χρόνου, η σημασία της επεκτάθηκε στην έννοια των στενών συγγενών στην Ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - "primo hermano" (πρώτος ξάδελφος) - "pariente" (συγγενής)
Αντώνυμα: - "ajeno" (ξένος) - "forastero" (ξένος)