Η λέξη "princesa" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "princesa" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /pɾinˈθesa/ (στην Ισπανία) ή /pɾinˈseɪsa/ (στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "princesa" αναφέρεται σε μια γυναίκα που είναι μέλος της βασιλικής οικογένειας, προσωπικά ή μέσω γάμου. Στην Ισπανική γλώσσα, η "princesa" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικό πλαίσιο, για παράδειγμα, για να περιγράψει μια νικήτρια καλλονής ή μια γυναίκα που εκτιμάται ιδιαίτερα.
Η λέξη "princesa" χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές λόγου, προφορικά και γραπτά, αλλά συναντάται περισσότερο σε αφηγήσεις, παραμύθια καθώς και σε πολιτιστικές αναφορές (π.χ. ταινίες και βιβλία).
Η πριγκίπισσα ζούσε σε ένα κάστρο.
La princesa asistió a la gala real.
Η πριγκίπισσα παρευρέθηκε στη βασιλική γκαλά.
Todos en el pueblo amaban a la princesa.
Η λέξη "princesa" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Να μεταχειρίζεσαι κάποιον σαν πριγκίπισσα. (να φέρεσαι με πολύ προσοχή και εκτίμηση)
Es un verdadero cuento de princesas.
Είναι μια αληθινή ιστορία πριγκιπισσών. (αναφέρεται σε μια ιδανική ή ρομαντική κατάσταση)
Las princesas también tienen sus problemas.
Οι πριγκίπισσες έχουν και τα προβλήματά τους. (υποδηλώνει ότι ακόμη και οι προνομιούχοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν προκλήσεις)
Sueños de princesa.
Όνειρα πριγκίπισσας. (αναφέρεται σε ιδανικά ή επιθυμίες που θεωρούνται ανέφικτα ή ρομαντικά)
Vivir como una princesa.
Να ζεις σαν πριγκίπισσα. (αναφέρεται σε ζωή γεμάτη πλούτη και άνεση)
Princesa en apuros.
Η λέξη "princesa" προέρχεται από το λατινικό "princeps", το οποίο σημαίνει "ο πρώτος" ή "ο ηγέτης". Εξελίχθηκε στη Ρωμαϊκή εποχή και αναφέρεται στη γυναίκες των πριγκίπων.
Αυτές οι λέξεις βοηθούν στην κατανόηση και την περιγραφή των διάφορων κοινωνικών σταθμών και ρόλων στη βασιλική ιεραρχία και την κοινωνία εν γένει.