Η λέξη "principal" είναι επίθετο (adjetivo) και επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικό (sustantivo).
Phonetic transcription using the International Phonetic Alphabet (IPA): /pɾin.si.pal/
Η λέξη "principal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι το πιο σημαντικό ή το πιο κεντρικό σε μια κατάσταση. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά, εκπαίδευση, και νομικά πλαίσια. Στην ισπανική γλώσσα, έχει συχνές χρήσεις και μπορεί να συναντάται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.
Ο διευθυντής είναι ο κύριος υπεύθυνος του έργου.
La inversión principal se realizará el próximo año.
Η βασική επένδυση θα γίνει την επόμενη χρονιά.
Es importante identificar el problema principal.
Η λέξη "principal" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Είναι σημαντικό να δεις το κύριο θέμα σε μια περίπλοκη κατάσταση.
Ser el principal actor.
Σε αυτήν τη ταινία, αυτός είναι ο κύριος παράγοντας που όλοι περιμένουν να δουν.
Enfocar lo principal.
Χρειαζόμαστε να εστιάσουμε στο βασικό στη συνεδρίασή μας.
Dejar lo principal para el final.
Η λέξη "principal" προέρχεται από το λατινικό "principalis", που σημαίνει "κύριος" ή "πρωτεύων".
Συνώνυμα: - primordial - esencial - fundamental
Αντώνυμα: - secundario - menor - accesorio