principal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

principal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "principal" είναι επίθετο (adjetivo) και επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Phonetic transcription using the International Phonetic Alphabet (IPA): /pɾin.si.pal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

  1. κύριος
  2. βασικός
  3. πρωτεύων

Σημασία της λέξης

Η λέξη "principal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι το πιο σημαντικό ή το πιο κεντρικό σε μια κατάσταση. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά, εκπαίδευση, και νομικά πλαίσια. Στην ισπανική γλώσσα, έχει συχνές χρήσεις και μπορεί να συναντάται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El director es el principal responsable del proyecto.
  2. Ο διευθυντής είναι ο κύριος υπεύθυνος του έργου.

  3. La inversión principal se realizará el próximo año.

  4. Η βασική επένδυση θα γίνει την επόμενη χρονιά.

  5. Es importante identificar el problema principal.

  6. Είναι σημαντικό να εντοπιστεί το βασικό πρόβλημα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "principal" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Ver lo principal.
  2. Να δεις το κύριο θέμα.
  3. Es importante ver lo principal en una situación complicada.
  4. Είναι σημαντικό να δεις το κύριο θέμα σε μια περίπλοκη κατάσταση.

  5. Ser el principal actor.

  6. Να είσαι ο κύριος παράγων.
  7. En esta película, él es el principal actor que todos esperan ver.
  8. Σε αυτήν τη ταινία, αυτός είναι ο κύριος παράγοντας που όλοι περιμένουν να δουν.

  9. Enfocar lo principal.

  10. Να εστιάσεις στο βασικό.
  11. Necesitamos enfocar lo principal en nuestra reunión.
  12. Χρειαζόμαστε να εστιάσουμε στο βασικό στη συνεδρίασή μας.

  13. Dejar lo principal para el final.

  14. Να αφήσεις το κύριο για το τέλος.
  15. Siempre dejo lo principal para el final de mi presentación.
  16. Πάντα αφήνω το κύριο για το τέλος της παρουσίασής μου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "principal" προέρχεται από το λατινικό "principalis", που σημαίνει "κύριος" ή "πρωτεύων".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - primordial - esencial - fundamental

Αντώνυμα: - secundario - menor - accesorio



22-07-2024