Η λέξη "principio" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "principio" είναι /prinˈθipio/ (στην ισπανική προφορά) ή /prinˈsɪpɪoʊ/ (στην αγγλική προφορά).
Η λέξη "principio" στα Ισπανικά σημαίνει "αρχή" ή "αρχικό στάδιο". Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στη φιλοσοφία, τα νομικά, τα οικονομικά και την επιστήμη. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα:
- "El principio de la economía de mercado es la libre competencia."
(Η αρχή της οικονομίας της αγοράς είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός.)
Η λέξη "principio" συχνά εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"Al principio"
(Στην αρχή)
"Al principio, no entendía el problema."
(Στην αρχή, δεν καταλάβαινα το πρόβλημα.)
"En principio"
(Κατά αρχήν)
"En principio, estoy de acuerdo con la propuesta."
(Κατά αρχήν, συμφωνώ με την πρόταση.)
"Principio y fin"
(Αρχή και τέλος)
"La vida tiene un principio y un fin."
(Η ζωή έχει μια αρχή και ένα τέλος.)
"Desde el principio"
(Από την αρχή)
"Desde el principio, sabía que iba a ser difícil."
(Από την αρχή, ήξερα ότι θα είναι δύσκολο.)
Η λέξη "principio" προέρχεται από το λατινικό "principium", που σημαίνει "αρχή" ή "άρχοντας".
Συνώνυμα: - Comienzo (αρχή) - Fundación (ίδρυση)
Αντώνυμα: - Fin (τέλος) - Conclusión (συμπέρασμα)