Ρήμα
/ˈpɾiŋɡaɾ/
Η λέξη "pringar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών με την έννοια του να βλάψει ή να περιορίσει κάτι ή κάποιον, συχνά σε πιο δομικές ή αρνητικές εννοιολογικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε χαλαρές και colloquial συζητήσεις. Η χρήση της είναι περισσότερη κατά την προφορική επικοινωνία παρά σε γραπτά κείμενα.
"Δεν θέλω να βλάψω τους φίλους μου με τα προβλήματά μου."
"Siempre pringa cuando no se presta atención."
"Πάντα βλάπτει όταν δεν δίνεται προσοχή."
"Tienes que tener cuidado de no pringar el proyecto."
"Su actitud pringo de pies a cabeza la relación."
"No pringar la cena"
"Queremos que esta fiesta no pringar la cena."
"Pringar a alguien por algo"
Η λέξη "pringar" προέρχεται από το παραδοσιακό Ισπανικό ρήμα που σχετίζεται με την έννοια της καταστροφής ή της βλάβης. Οι ρίζες της είναι μεταγενέστερες στη γλώσσα, πιθανόν να προέρχονται από το λατινικό ρήμα "prendere" που σημαίνει "να συλλάβω."
Συνώνυμα - Dañar - Destruir - Limitar
Αντώνυμα - Proteger - Salvar - Mejorar