Ρήμα (ουσιαστικό γένους θηλυκού)
/prioɾiˈðað/
Η λέξη "prioridad" αναφέρεται στο επίπεδο σημασίας ή επείγοντος που αποδίδεται σε κάτι ή κάποιον σε συγκριτική βάση με άλλα ζητήματα ή αντικείμενα. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως γενικά σε καθημερινές συζητήσεις, στη νομική γλώσσα για να αναφερθεί σε προτεραιότητες στον τομέα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και στην ιατρική για να καθορίσει την προτεραιότητα των ασθενών ή θεραπειών. Η χρήση της είναι σχετική, αλλά γενικά προτιμάται σε γραπτό λόγο.
Es importante establecer la prioridad de las tareas.
(Είναι σημαντικό να καθορίσουμε την προτεραιότητα των εργασιών.)
La salud debe ser una prioridad en nuestra vida.
(Η υγεία πρέπει να είναι μια προτεραιότητα στη ζωή μας.)
Se necesita dar prioridad a los problemas más urgentes.
(Χρειάζεται να δοθεί προτεραιότητα στα πιο επείγοντα προβλήματα.)
Η "prioridad" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την ανάγκη ή την απαίτηση να δίνονται προτεραιότητες σε διάφορες καταστάσεις.
Tener prioridades claras es fundamental.
(Να έχεις ξεκάθαρες προτεραιότητες είναι θεμελιώδες.)
No hay tiempo que perder, debemos actuar con prioridad.
(Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, πρέπει να δράσουμε με προτεραιότητα.)
El bienestar social es una prioridad para el gobierno.
(Η κοινωνική ευημερία είναι προτεραιότητα για την κυβέρνηση.)
A veces, la vida nos obliga a reconsiderar nuestras prioridades.
(Καμιά φορά, η ζωή μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητές μας.)
Es crucial mantener la prioridad en la educación.
(Είναι καθοριστικό να διατηρούμε την προτεραιότητα στην εκπαίδευση.)
Η λέξη "prioridad" προέρχεται από το λατινικό "prioritas", που σημαίνει "προτεραιότητα", και συνδυάζει το "prior" (προ) και την κατάληξη "-idad" που δηλώνει μία ποιοτική κατάσταση.
Συνώνυμα: - Preferencia (προτίμηση) - Predilección (προτίμηση)
Αντώνυμα: - Inferioridad (κατωτερότητα) - Desprioridad (μη προτεραιότητα)
Αυτές οι πληροφορίες μαζί παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "prioridad" και την χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.