Privado είναι επίθετο.
[priˈβaðo]
Η λέξη "privado" αναφέρεται σε κάτι που ανήκει ή σχετίζεται με ένα άτομο ή μια ομάδα και δεν είναι προσβάσιμο στο κοινό. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια για να υποδείξει την ιδιωτικότητα ή τα προσωπικά δικαιώματα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε νομικά ή επίσημα κείμενα.
Η συνάντηση θα γίνει σε έναν ιδιωτικό χώρο.
Es importante proteger la información privada de los usuarios.
Είναι σημαντικό να προστατεύουμε τις ιδιωτικές πληροφορίες των χρηστών.
Ellos prefieren hacer actividades en un entorno privado.
Η λέξη "privado" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν έννοιες που σχετίζονται με ιδιωτικότητα ή προσωπικά δικαιώματα.
Αυτό το θέμα είναι ιδιωτικό μεταξύ τους.
Vida privada
Είναι θεμελιώδες να σεβόμαστε την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων.
Espacio privado
Χρειαζόμαστε έναν ιδιωτικό χώρο για να συζητήσουμε τα σχέδιά μας.
Derechos privados
Η λέξη "privado" προέρχεται από το λατινικό "privatus", το οποίο σημαίνει "ιδιωτικός" ή "εξαιρούμενος".
Συνώνυμα: - Personal - Exclusivo - Reservado
Αντώνυμα: - Público - Abierto - Común
Αυτή είναι η αναλυτική παρουσίαση της λέξης "privado". Αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες ή παραδείγματα, μη διστάσετε να ρωτήσετε!