Το "privar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "privar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾiˈβaɾ/
Το "privar" στα ισπανικά σημαίνει να στερήσει κάποιον από κάτι ή να αποτρέψει την πρόσβαση σε κάτι. Η λέξη χρησιμοποιείται είτε σε νομικό πλαίσιο, αναφερόμενη π.χ. σε παροχή δικαιωμάτων, είτε σε γενική χρήση, π.χ. στερώντας κάποιον από ένα αγαθό ή δικαίωμα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και παρατηρείται πιο συχνά σε επίσημες ή νομικές εφαρμογές.
Es importante privar a los delincuentes de sus derechos.
(Είναι σημαντικό να στερήσουμε από τους εγκληματίες τα δικαιώματά τους.)
No deberías privar a los niños de su libertad para jugar.
(Δεν θα έπρεπε να στερείς από τα παιδιά την ελευθερία τους να παίζουν.)
El gobierno decidió privar a la empresa de su licencia.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να στερήσει την άδεια από την εταιρεία.)
Η λέξη "privar" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Privar de algo a alguien.
(Να στερήσεις κάτι από κάποιον.)
Σημαίνει να του αφαιρέσεις ή να του αναιρεθεί το δικαίωμα σε κάτι.
Ejemplo: No podemos privar de educación a los niños. (Δεν μπορούμε να στερήσουμε την εκπαίδευση από τα παιδιά.)
Privar de libertades.
(Να στερήσεις ελευθερίες.)
Σημαίνει να περιορίσεις τις ελευθερίες κάποιου.
Ejemplo: En tiempos de crisis, a menudo se privan de libertades a los ciudadanos. (Σε περιόδους κρίσης, συχνά περιορίζονται οι ελευθερίες των πολιτών.)
Privar el sueño.
(Να στερήσεις τον ύπνο.)
Αναφέρεται στην αδυναμία κάποιου να κοιμηθεί επαρκώς.
Ejemplo: El estrés puede privar el sueño de muchas personas. (Το άγχος μπορεί να στερήσει τον ύπνο από πολλούς ανθρώπους.)
Η λέξη "privar" προέρχεται από το λατινικό "privare", το οποίο σημαίνει "να απομακρύνω, να στερήσω".
Συνώνυμα: - Sostraer (να αφαιρέσω) - Remover (να αφαιρέσω, να επινοήσω)
Αντώνυμα: - Proveer (να παρέχω) - Ofrecer (να προσφέρω)