privar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

privar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "privar" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "privar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾiˈβaɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το "privar" στα ισπανικά σημαίνει να στερήσει κάποιον από κάτι ή να αποτρέψει την πρόσβαση σε κάτι. Η λέξη χρησιμοποιείται είτε σε νομικό πλαίσιο, αναφερόμενη π.χ. σε παροχή δικαιωμάτων, είτε σε γενική χρήση, π.χ. στερώντας κάποιον από ένα αγαθό ή δικαίωμα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και παρατηρείται πιο συχνά σε επίσημες ή νομικές εφαρμογές.

Παράδειγμα Προτάσεων

  1. Es importante privar a los delincuentes de sus derechos.
    (Είναι σημαντικό να στερήσουμε από τους εγκληματίες τα δικαιώματά τους.)

  2. No deberías privar a los niños de su libertad para jugar.
    (Δεν θα έπρεπε να στερείς από τα παιδιά την ελευθερία τους να παίζουν.)

  3. El gobierno decidió privar a la empresa de su licencia.
    (Η κυβέρνηση αποφάσισε να στερήσει την άδεια από την εταιρεία.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "privar" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Privar de algo a alguien.
    (Να στερήσεις κάτι από κάποιον.)
    Σημαίνει να του αφαιρέσεις ή να του αναιρεθεί το δικαίωμα σε κάτι.
    Ejemplo: No podemos privar de educación a los niños. (Δεν μπορούμε να στερήσουμε την εκπαίδευση από τα παιδιά.)

  2. Privar de libertades.
    (Να στερήσεις ελευθερίες.)
    Σημαίνει να περιορίσεις τις ελευθερίες κάποιου.
    Ejemplo: En tiempos de crisis, a menudo se privan de libertades a los ciudadanos. (Σε περιόδους κρίσης, συχνά περιορίζονται οι ελευθερίες των πολιτών.)

  3. Privar el sueño.
    (Να στερήσεις τον ύπνο.)
    Αναφέρεται στην αδυναμία κάποιου να κοιμηθεί επαρκώς.
    Ejemplo: El estrés puede privar el sueño de muchas personas. (Το άγχος μπορεί να στερήσει τον ύπνο από πολλούς ανθρώπους.)

Ετυμολογία

Η λέξη "privar" προέρχεται από το λατινικό "privare", το οποίο σημαίνει "να απομακρύνω, να στερήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sostraer (να αφαιρέσω) - Remover (να αφαιρέσω, να επινοήσω)

Αντώνυμα: - Proveer (να παρέχω) - Ofrecer (να προσφέρω)



22-07-2024