privativo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

privativo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "privativo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "privativo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /pɾiβaˈtivo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "privativo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αποκλειστικό ή περιορισμένο σε έναν συγκεκριμένο φορέα ή ομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικούς και γλωσσολογικούς τομείς για να υποδηλώσει περιορισμούς ή ειδικά δικαιώματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι γενικά μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La propiedad es privativa del socio.
    Η ιδιοκτησία είναι αποκλειστική του εταίρου.

  2. Este derecho es privativo y no puede ser compartido.
    Αυτό το δικαίωμα είναι απολυτικό και δεν μπορεί να μοιραστεί.

  3. El término tiene un uso privativo en el lenguaje jurídico.
    Ο όρος έχει απολυτική χρήση στη νομική γλώσσα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "privativo" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αποκλειστικότητας ή του περιορισμού:

  1. La licencia es privativa de los miembros de la asociación.
    Η άδεια είναι αποκλειστική για τα μέλη της ένωσης.

  2. La clave es privativa y solo puede ser utilizada por el propietario.
    Η κλειδαριά είναι αποκλειστική και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από τον κάτοχό της.

  3. El uso de este espacio es privativo para eventos especiales.
    Η χρήση αυτού του χώρου είναι αποκλειστική για ειδικές εκδηλώσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "privativo" προέρχεται από το λατινικό "privativus", που σημαίνει "αποκλειστικός" ή "απομακρύνων", και σχετίζεται με τη ρίζα "privare", που σημαίνει "στερώ" ή "αφαιρώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Exclusivo - Restringido - Especial

Αντώνυμα: - Común - Compartido - General



23-07-2024