Η λέξη "privativo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "privativo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /pɾiβaˈtivo/
Η λέξη "privativo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αποκλειστικό ή περιορισμένο σε έναν συγκεκριμένο φορέα ή ομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικούς και γλωσσολογικούς τομείς για να υποδηλώσει περιορισμούς ή ειδικά δικαιώματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι γενικά μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
La propiedad es privativa del socio.
Η ιδιοκτησία είναι αποκλειστική του εταίρου.
Este derecho es privativo y no puede ser compartido.
Αυτό το δικαίωμα είναι απολυτικό και δεν μπορεί να μοιραστεί.
El término tiene un uso privativo en el lenguaje jurídico.
Ο όρος έχει απολυτική χρήση στη νομική γλώσσα.
Η λέξη "privativo" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αποκλειστικότητας ή του περιορισμού:
La licencia es privativa de los miembros de la asociación.
Η άδεια είναι αποκλειστική για τα μέλη της ένωσης.
La clave es privativa y solo puede ser utilizada por el propietario.
Η κλειδαριά είναι αποκλειστική και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από τον κάτοχό της.
El uso de este espacio es privativo para eventos especiales.
Η χρήση αυτού του χώρου είναι αποκλειστική για ειδικές εκδηλώσεις.
Η λέξη "privativo" προέρχεται από το λατινικό "privativus", που σημαίνει "αποκλειστικός" ή "απομακρύνων", και σχετίζεται με τη ρίζα "privare", που σημαίνει "στερώ" ή "αφαιρώ".
Συνώνυμα: - Exclusivo - Restringido - Especial
Αντώνυμα: - Común - Compartido - General