Privilegiado είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾiβileˈxaðo/
Η λέξη privilegiado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει προνόμια ή ευχέρειες σε σχέση με άλλους. Στην νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε προνομιακούς όρους ή δικαιώματα που παραχωρούνται σε συγκεκριμένες ομάδες ή άτομα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε πλαίσια που σχετίζονται με κοινωνικά ή οικονομικά θέματα, καθώς και στη νομική ορολογία.
Οι προνομιούχοι φοιτητές έχουν πρόσβαση σε καλύτερους πόρους.
El trato privilegiado que recibió el acusado fue polémico.
Η προνομιακή μεταχείριση που έλαβε ο κατηγορούμενος ήταν αμφιλεγόμενη.
Vivir en una zona privilegiada tiene sus beneficios.
Η λέξη privilegiado χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Αυτό σημαίνει ότι έχεις την ελευθερία να εκφράσεις αμφιβολίες χωρίς συνέπειες.
Estar en una posición privilegiada - Να βρίσκεσαι σε προνομιακή θέση.
Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που έχουν πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους.
Darse el lujo de ser privilegiado - Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να είσαι προνομιούχος.
Αυτή η φράση υποδηλώνει ότι κάποιοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να επωφεληθούν από ευκολίες ή προνόμια.
Un trato privilegiado por ser amigo - Μια προνομιακή μεταχείριση λόγω φιλίας.
Η λέξη privilegiado προέρχεται από το λατινικό privilegium, που σημαίνει "ιδιωτικός νόμος" ή "προνομιακή κατάσταση". Εδώ αναδεικνύεται η έννοια των ειδικών δικαιωμάτων που δίνονται σε ορισμένα άτομα ή ομάδες.
Συνώνυμα: - favorecido (ευνοημένος) - afortunado (τυχερός) - privilegiado (προνομιακός)
Αντώνυμα: - desfavorecido (μη ευνοημένος) - marginado (περιθωριοποιημένος) - oprimido (καταπιεσμένος)