privilegiado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

privilegiado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Privilegiado είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /pɾiβileˈxaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη privilegiado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει προνόμια ή ευχέρειες σε σχέση με άλλους. Στην νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε προνομιακούς όρους ή δικαιώματα που παραχωρούνται σε συγκεκριμένες ομάδες ή άτομα.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε πλαίσια που σχετίζονται με κοινωνικά ή οικονομικά θέματα, καθώς και στη νομική ορολογία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los estudiantes privilegiados tienen acceso a mejores recursos.
  2. Οι προνομιούχοι φοιτητές έχουν πρόσβαση σε καλύτερους πόρους.

  3. El trato privilegiado que recibió el acusado fue polémico.

  4. Η προνομιακή μεταχείριση που έλαβε ο κατηγορούμενος ήταν αμφιλεγόμενη.

  5. Vivir en una zona privilegiada tiene sus beneficios.

  6. Το να ζεις σε μια προνομιούχα περιοχή έχει τα οφέλη του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη privilegiado χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Tener un privilegio dudar - Να έχεις το προνόμιο να αμφιβάλλεις.
  2. Αυτό σημαίνει ότι έχεις την ελευθερία να εκφράσεις αμφιβολίες χωρίς συνέπειες.

  3. Estar en una posición privilegiada - Να βρίσκεσαι σε προνομιακή θέση.

  4. Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που έχουν πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους.

  5. Darse el lujo de ser privilegiado - Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να είσαι προνομιούχος.

  6. Αυτή η φράση υποδηλώνει ότι κάποιοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να επωφεληθούν από ευκολίες ή προνόμια.

  7. Un trato privilegiado por ser amigo - Μια προνομιακή μεταχείριση λόγω φιλίας.

  8. Αναφέρεται σε εκείνους που λαμβάνουν ειδική μεταχείριση λόγω προσωπικών σχέσεων.

Ετυμολογία

Η λέξη privilegiado προέρχεται από το λατινικό privilegium, που σημαίνει "ιδιωτικός νόμος" ή "προνομιακή κατάσταση". Εδώ αναδεικνύεται η έννοια των ειδικών δικαιωμάτων που δίνονται σε ορισμένα άτομα ή ομάδες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - favorecido (ευνοημένος) - afortunado (τυχερός) - privilegiado (προνομιακός)

Αντώνυμα: - desfavorecido (μη ευνοημένος) - marginado (περιθωριοποιημένος) - oprimido (καταπιεσμένος)



23-07-2024