Η λέξη "probabilidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "probabilidad": /pɾoβiβiˈðað/
Η λέξη "probabilidad" αναφέρεται στην πιθανότητα ή την ευχέρεια ότι ένα γεγονός μπορεί να συμβεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε στατιστική, οικονομία, και νομικά, καθώς και στην καθημερινή γλώσσα όταν αναφερόμαστε σε αβέβαιες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετή, και συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
La probabilidad de que llueva mañana es alta.
(Η πιθανότητα να βρέξει αύριο είναι υψηλή.)
En un dado justo, la probabilidad de sacar un seis es una de seis.
(Σε ένα δίκαιο ζάρι, η πιθανότητα να ρίξεις ένα έξι είναι μία στις έξι.)
Η λέξη "probabilidad" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Aumentar la probabilidad de éxito.
(Να αυξήσεις την πιθανότητα επιτυχίας.)
No hay probabilidad de que eso ocurra.
(Δεν υπάρχει πιθανότητα να συμβεί αυτό.)
La probabilidad de ganar la lotería es muy baja.
(Η πιθανότητα να κερδίσεις στο λόττο είναι πολύ χαμηλή.)
En esta clase de problemas, la probabilidad juega un papel importante.
(Σε αυτή την κατηγορία προβλημάτων, η πιθανότητα παίζει σημαντικό ρόλο.)
Para tomar decisiones, es crucial evaluar la probabilidad de diferentes escenarios.
(Για να πάρεις αποφάσεις, είναι κρίσιμο να αξιολογήσεις την πιθανότητα διαφορετικών σεναρίων.)
Η λέξη "probabilidad" προέρχεται από το λατινικό "probabilitas", που σημαίνει "πιθανότητα", και αυτό με τη σειρά του από το "probabilis", που σημαίνει "αξιοσέβαστος, πειστικός".