Рηματική λέξη (ουσιαστικό/επίθετο)
/ˈpɾo.βa.β.le/
Η λέξη "probable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πιθανό, δηλαδή που έχει μια λογική προοπτική να συμβεί ή να είναι αληθινό. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια όπως στη νομική ορολογία, στην καθημερινή ομιλία και στη διάθεση για σχετική βεβαιότητα. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
Es probable que llueva mañana.
(Είναι πιθανό να βρέξει αύριο.)
El resultado probable de la elección es reelección del presidente.
(Το πιθανό αποτέλεσμα της εκλογής είναι η επανεκλογή του προεδρου.)
Η λέξη "probable" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, που εκφράζουν πιθανότητες ή αναμενόμενα αποτελέσματα.
Es probable que se quede con la familia.
(Είναι πιθανό να μείνει με την οικογένεια.)
Es probable que haya un error en los cálculos.
(Είναι πιθανό να υπάρχει ένα λάθος στους υπολογισμούς.)
La probabilidad de éxito es alta.
(Η πιθανότητα επιτυχίας είναι υψηλή.)
Todo indica que es probable que se firme el acuerdo.
(Όλα δείχνουν ότι είναι πιθανό να υπογραφεί η συμφωνία.)
Η λέξη "probable" προέρχεται από το λατινικό "probabilis", που σημαίνει "εκείνος που μπορεί να αποδειχθεί". Η ρίζα "probare" σημαίνει "να αποδείξει".