Η λέξη "probado" είναι ένα επίθετο (adjetivo) στα Ισπανικά, που προέρχεται από το ρήμα "probar".
Φωνητική μεταγραφή: /pɾoˈβaðo/
Η λέξη "probado" σημαίνει ότι κάτι έχει δοκιμαστεί ή έχει ελεγχθεί με επιτυχία. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα, για να δηλώσει ότι μια διαδικασία ή ένα προϊόν έχει περάσει από έλεγχο και έχει αποδειχθεί αξιόπιστο.
Η λέξη "probado" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με κάποιες προτιμήσεις στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή σε ομιλίες που απαιτούν αυστηρότητα και ακρίβεια.
Η μαρτυρία αποδείχθηκε στο δικαστήριο.
El producto ha sido probado y es seguro para usar.
Η λέξη "probado" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Μετά από τόση δουλειά, τώρα νιώθω δοκιμασμένος και ενισχυμένος.
Prueba probada (δοκιμασμένη δοκιμή)
Η συνταγή είναι μια δοκιμασμένη δοκιμή στην οικογένεια.
Probado y aprobado (δοκιμασμένος και εγκεκριμένος)
Η μέθοδος έχει δοκιμαστεί και εγκριθεί από τους ειδικούς.
Los hechos son probados (τα γεγονότα είναι δοκιμασμένα)
Η λέξη "probado" προέρχεται από το λατινικό "probatus", το οποίο σημαίνει "δοκιμασμένος" ή "επιβεβαιωμένος".