probado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

probado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "probado" είναι ένα επίθετο (adjetivo) στα Ισπανικά, που προέρχεται από το ρήμα "probar".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /pɾoˈβaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

  1. δοκιμασμένος
  2. αποδεδειγμένος
  3. ελεγμένος

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "probado" σημαίνει ότι κάτι έχει δοκιμαστεί ή έχει ελεγχθεί με επιτυχία. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα, για να δηλώσει ότι μια διαδικασία ή ένα προϊόν έχει περάσει από έλεγχο και έχει αποδειχθεί αξιόπιστο.

Συχνότητα Χρήσης

Η λέξη "probado" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με κάποιες προτιμήσεις στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή σε ομιλίες που απαιτούν αυστηρότητα και ακρίβεια.

Παραδείγματα

  1. El testimonio fue probado en el juicio.
  2. Η μαρτυρία αποδείχθηκε στο δικαστήριο.

  3. El producto ha sido probado y es seguro para usar.

  4. Το προϊόν έχει δοκιμαστεί και είναι ασφαλές για χρήση.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "probado" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Estar probado (να είναι δοκιμασμένος)
  2. Después de tanto trabajo, ahora me siento probado y fortalecido.
  3. Μετά από τόση δουλειά, τώρα νιώθω δοκιμασμένος και ενισχυμένος.

  4. Prueba probada (δοκιμασμένη δοκιμή)

  5. La receta es una prueba probada en la familia.
  6. Η συνταγή είναι μια δοκιμασμένη δοκιμή στην οικογένεια.

  7. Probado y aprobado (δοκιμασμένος και εγκεκριμένος)

  8. El método ha sido probado y aprobado por los expertos.
  9. Η μέθοδος έχει δοκιμαστεί και εγκριθεί από τους ειδικούς.

  10. Los hechos son probados (τα γεγονότα είναι δοκιμασμένα)

  11. En la investigación, los hechos son probados antes de tomar una decisión.
  12. Στην έρευνα, τα γεγονότα είναι δοκιμασμένα πριν ληφθεί μια απόφαση.

Ετυμολογία

Η λέξη "probado" προέρχεται από το λατινικό "probatus", το οποίο σημαίνει "δοκιμασμένος" ή "επιβεβαιωμένος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

  1. Comprobado (ελεγμένος)
  2. Verificado (επιβεβαιωμένος)
  3. Autenticado (αυθεντικοποιημένος)

Αντώνυμα

  1. No probado (μη δοκιμασμένος)
  2. Incierto (αβέβαιος)
  3. Dudoso (αμφίβολος)


23-07-2024