Probador είναι ουσιαστικό (masculine noun).
[proˈβaðoɾ]
Η λέξη probador χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα χώρο ή ένα άτομο που δοκιμάζει ή ελέγχει κάτι. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τον χώρο πωλήσεων, όπου οι πελάτες δοκιμάζουν ρούχα. Χρησιμοποιείται πρότιστα σε γραπτό και προφορικό λόγο, με συχνή εμφάνιση σε σχετικές συζητήσεις, π.χ. σε καταστήματα ρούχων.
Fui al probador a probarme este vestido.
(Πήγα στον δοκιμαστή να δοκιμάσω αυτό το φόρεμα.)
El probador está ocupado, tendrás que esperar.
(Ο δοκιμαστής είναι κατειλημμένος, θα πρέπει να περιμένεις.)
Η λέξη probador δεν χρησιμοποιείται συνήθως με ιδιωματικούς τρόπους, όμως υπάρχουν κάποιες συσχετίσεις:
Estar en el probador
(να είσαι στον δοκιμαστή)
Ejemplo: No puede ser, María está en el probador desde hace media hora.
(Δεν μπορεί να είναι, η Μαρία είναι στον δοκιμαστή μισή ώρα τώρα.)
Hacer cola en el probador
(να κάνεις ουρά στον δοκιμαστή)
Ejemplo: La tienda estaba llena y tuve que hacer cola en el probador.
(Το κατάστημα ήταν γεμάτο και έπρεπε να κάνω ουρά στον δοκιμαστή.)
Salir del probador
(να βγεις από τον δοκιμαστή)
Ejemplo: Cuando finalmente salió del probador, todos aplaudieron.
(Όταν τελικά βγήκε από τον δοκιμαστή, όλοι χειροκρότησαν.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "probar", που σημαίνει «δοκιμάζω». Η κατάληξη "-dor" δηλώνει ότι είναι ο δράστης της ενέργειας.
Συνώνυμα: - Probador de ropa (δοκιμαστής ρούχων) - Camerino (καμαρίνι)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεαθεί ως "tienda" (κατάστημα) στο πλαίσιο της δοκιμής.