Το "probar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾoˈβaɾ/
Η λέξη "probar" σημαίνει "δοκιμάζω" ή "αποδεικνύω". Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως για την δοκιμή φαγητών, ποτών, προϊόντων, ή ακόμα και για την απόδειξη κάποιου γεγονότος. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Θέλω να δοκιμάσω αυτό το νέο γλυκό.
El juez tiene que probar la culpabilidad del acusado.
Ο δικαστής πρέπει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου.
Voy a probar cómo se siente este vestido.
Η λέξη "probar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν περισσότερους νοηματικούς συνδυασμούς.
Hoy voy a probar suerte en la lotería.
Probar las aguas.
Es mejor probar las aguas antes de tomar una decisión.
Probar de hacer algo.
Voy a probar de arreglar el coche yo mismo.
Probar la paciencia.
Η λέξη "probar" προέρχεται από το λατινικό "probare", που σημαίνει "να δοκιμάσω" ή "να αποδείξω".
Συνώνυμα: - intentar (προσπαθώ) - comprobar (ελέγχω)
Αντώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - omitír (παραλείπω)