probar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

probar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "probar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /pɾoˈβaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "probar" σημαίνει "δοκιμάζω" ή "αποδεικνύω". Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως για την δοκιμή φαγητών, ποτών, προϊόντων, ή ακόμα και για την απόδειξη κάποιου γεγονότος. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Quiero probar este postre nuevo.
  2. Θέλω να δοκιμάσω αυτό το νέο γλυκό.

  3. El juez tiene que probar la culpabilidad del acusado.

  4. Ο δικαστής πρέπει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου.

  5. Voy a probar cómo se siente este vestido.

  6. Θα δοκιμάσω πώς αισθάνομαι με αυτό το φόρεμα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "probar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν περισσότερους νοηματικούς συνδυασμούς.

  1. Probar suerte.
  2. Να δοκιμάσω την τύχη μου.
  3. Hoy voy a probar suerte en la lotería.

    • Σήμερα θα δοκιμάσω την τύχη μου στη λαχειοφόρο αγορά.
  4. Probar las aguas.

  5. Να δοκιμάσω τις συνθήκες.
  6. Es mejor probar las aguas antes de tomar una decisión.

    • Είναι καλύτερα να δοκιμάσω τις συνθήκες πριν πάρω μια απόφαση.
  7. Probar de hacer algo.

  8. Να δοκιμάσω να κάνω κάτι.
  9. Voy a probar de arreglar el coche yo mismo.

    • Θα δοκιμάσω να επισκευάσω το αυτοκίνητο μόνος μου.
  10. Probar la paciencia.

  11. Να δοκιμάσω την υπομονή.
  12. Esa actitud solo prueba mi paciencia.
    • Αυτή η στάση μόνο δοκιμάζει την υπομονή μου.

Ετυμολογία

Η λέξη "probar" προέρχεται από το λατινικό "probare", που σημαίνει "να δοκιμάσω" ή "να αποδείξω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - intentar (προσπαθώ) - comprobar (ελέγχω)

Αντώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - omitír (παραλείπω)



22-07-2024