Η λέξη "probidad" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί στην ακεραιότητα, την ηθική και την αξιοπρέπεια ενός ατόμου, γεγονός που το καθιστά θεμελιώδες χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα στο νομικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και συχνά εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα όπως νομικά έγγραφα ή άρθρα που αναφέρονται σε ηθικά ζητήματα.
Η ακεραιότητα είναι θεμελιώδης στη άσκηση δημόσιας λειτουργίας.
La falta de probidad puede llevar a graves consecuencias legales.
Η λέξη "probidad" δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ατάκες που σχετίζονται με την ηθική και την ακεραιότητα:
Να ενεργείς με ακεραιότητα είναι καθήκον κάθε δημόσιου υπαλλήλου.
La probidad de un abogado es crucial para la confianza del cliente.
Η ακεραιότητα ενός δικηγόρου είναι κρίσιμη για την εμπιστοσύνη του πελάτη.
Un ciudadano con probidad promueve la justicia en su comunidad.
Η λέξη "probidad" προέρχεται από την λατινική λέξη "probitas", η οποία σημαίνει "καλή ποιότητα" ή "ηθικότητα".