problema (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μετοχή:
Πρό-ble-ma
Σημασίες και Χρήση:
Το problema σημαίνει "πρόβλημα" στα Ελληνικά. Χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Είναι ένα πολύ συνηθισμένο λεξικό στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται συχνά.
Κλίση:
Για το ρήμα "resolver" (να λύνω):
Εγώ λύνω: resuelvo
Εσύ λύνεις: resuelves
Αυτός/αυτή/αυτό λύνει: resuelve
Εμείς λύνουμε: resolvemos
Εσείς λύνετε: resolvéis
Αυτοί/αυτές/αυτά λύνουν: resuelven
Παραδείγματα:
Tuvimos un problema en la reunión. (Είχαμε ένα πρόβλημα στη συνάντηση.)
El profesor nos dio un problema nuevo para resolver. (Ο δάσκαλός μας έδωσε ένα νέο πρόβλημα να λύσουμε.)
Κοινές Έκφρασεις:
Το problema εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Estar en problemas: να αντιμετωπίζει προβλήματα.
Sin problema: χωρίς πρόβλημα, εύκολα.
Problema de fondo: ένα βασικό ή ουσιώδες πρόβλημα.
Ετυμολογία:
Η λέξη "problema" προέρχεται από τα Λατινικά, όπου σημαίνει το ίδιο πράγμα.