Η λέξη "procedente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "procedente" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /pɾoθeˈðente/ (στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες) ή /pɾoʊsəˈdɛnteɪ/ (στην ισπανική της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "procedente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προέρχεται ή προκύπτει από μια συγκεκριμένη πηγή ή κατάσταση. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα, καθώς αναφέρεται σε έγγραφα, αποδείξεις ή στοιχεία που είναι αυθεντικά και προέρχονται από την κατάλληλη προέλευση. Η συχνότητά της είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- El documento es procedente de la oficina del gobierno.
(Το έγγραφο προέρχεται από το γραφείο της κυβέρνησης.)
Η λέξη "procedente" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα. Έτσι, οι παρακάτω εκφράσεις δείχνουν την ευρεία χρησιμότητά της:
Un hecho procedente puede ser clave en un juicio.
(Ένα προερχόμενο γεγονός μπορεί να είναι καθοριστικό σε μια δίκη.)
Los ingresos procedentes de las donaciones son muy importantes para la organización.
(Τα έσοδα που προέρχονται από δωρεές είναι πολύ σημαντικά για την οργάνωση.)
La decisión procedente de la corte fue unánime.
(Η απόφαση που προήλθε από το δικαστήριο ήταν ομόφωνη.)
Η λέξη "procedente" προέρχεται από το ρήμα "proceder", το οποίο σημαίνει "προχωρώ" ή "προέρχομαι". Θεωρείται ότι έχει λατινικές ρίζες, από το λατινικό "procedens" (που συνδέεται με το "procedere").
Συνώνυμα: - conveniente - adecuado - pertinente
Αντώνυμα: - improcedente - inadecuado - inapropiado
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "procedente" περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τη σημασία, τη χρήση, τον τονισμό και τη σύνθεση της γλώσσας на ισπανικά και ελληνικά.