Το "proceder" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να προχωράς" ή "να ενεργείς". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη δράση της προόδου ή της κίνησης προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, είτε σε φυσικό είτε σε διαδικαστικό επίπεδο. Συχνά χρησιμοποιείται στη νομική γλώσσα για να αναφερθεί σε καθορισμένες διαδικασίες ή δράσεις. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και εμφανίζεται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
El juez decidió proceder con el caso.
Ο δικαστής αποφάσισε να προχωρήσει με την υπόθεση.
Es importante proceder con cautela.
Είναι σημαντικό να προχωρήσουμε με προσοχή.
Procederé a explicar los pasos necesarios.
Θα προχωρήσω να εξηγήσω τα απαραίτητα βήματα.
Στην ισπανική γλώσσα, το "proceder" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Proceder a la resolución
Προχωρώ στην επίλυση.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη λήψη αποφάσεων σε νομικά ή διοικητικά ζητήματα.)
Proceder con el plan
Προχωρώ με το σχέδιο.
(Εκφράζει την επιθυμία να συνεχιστεί μια διαδικασία ή ένα σχέδιο.)
No proceder en vano
Να μην προχωρώ μάταια.
(Αναφέρεται σε ενέργειες που δεν αποφέρουν αποτελέσματα ή είναι άχρηστες.)
Proceder cuanto antes
Προχωρώ όσο πιο γρήγορα γίνεται.
(Εκφράζει την ανάγκη για ταχεία ενέργεια ή αντίκτυπο.)
Η λέξη "proceder" προέρχεται από το λατινικό "procedere", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "pro-" που σημαίνει "προς τα εμπρός" και το ρήμα "cedere" που σημαίνει "να προχωράς" ή "να πηγαίνεις".
Συνώνυμα: - avanzar (προχωρώ) - actuar (ενεργώ) - seguir (να συνεχίσω)
Αντώνυμα: - detenerse (να σταματήσω) - retroceder (να οπισθοχωρώ) - frenar (να φρενάρω)