Η λέξη "procesal" είναι επίθετο.
/proθeˈsal/
Η λέξη "procesal" αναφέρεται σε ό,τι σχετίζεται με τη διαδικασία ενός νομικού δικαστικού συστήματος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου, για να περιγράψει θέματα που άπτονται της νομικής διαδικασίας, των κανόνων και των πρωτοκόλλων που διέπουν την εκδίκαση υποθέσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά κείμενα και έγγραφα.
"Ο δικηγόρος κατέθεσε μια δικονομική προσφυγή στο δικαστήριο."
"La demora en el juicio se debió a cuestiones procesales."
Η λέξη "procesal" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά βρίσκεται σε νομικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
"Είναι σημαντικό να τηρούνται οι δικονομικοί κανόνες ώστε η υπόθεση να γίνει αποδεκτή."
"Las irregularidades procesales pueden afectar el resultado del juicio."
"Οι διαδικαστικές ανωμαλίες μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της δίκης."
"El abogado destacó las fallas en el procedimiento procesal."
Η λέξη "procesal" προέρχεται από το λατινικό "processus," που σημαίνει "διαδικασία," και το επίθημα "-al," που υποδηλώνει σχέσεις ή χαρακτηριστικά.
Συνώνυμα: - Diligente (έγκαιρος) - Procedimental (διαδικαστικός)
Αντώνυμα: - Indolente (αργός, τεμπέλης) - Desorganizado (ανεξέλεγκτος)