Ρήμα
/pɾoθeˈsaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας)
Η λέξη "procesar" σημαίνει την πράξη της επεξεργασίας ή της διαχείρισης κάποιων στοιχείων ή προϊόντων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η οικονομία (π.χ., επεξεργασία δεδομένων), το δίκαιο (π.χ., επεξεργασία νομικών εγγράφων), η ιατρική (π.χ., ανάλυση ιατρικών εξετάσεων) και γενικά σε περιβάλλοντα που απαιτούν καταγραφή και ανάλυση πληροφοριών. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς οι περισσότεροι τομείς απαιτούν διαδικασίες επεξεργασίας είτε στον προφορικό είτε στο γραπτό λόγο.
Είναι απαραίτητο να επεξεργαστούμε τα δεδομένα πριν τα παρουσιάσουμε.
El informe debe ser procesado por el departamento de legal.
Η έκθεση πρέπει να επεξεργαστεί από το νομικό τμήμα.
Vamos a procesar la solicitud lo antes posible.
Η λέξη "procesar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο:
Είναι θεμελιώδες να επεξεργάζεσαι τις πληροφορίες σωστά για να λαμβάνεις ενημερωμένες αποφάσεις.
Procesar emociones.
Είναι σημαντικό να επεξεργάζεσαι τα συναισθήματα για να διατηρείς την ψυχική υγεία.
Procesar alimentos.
Η εταιρεία ειδικεύεται στην επεξεργασία βιολογικών τροφίμων.
No procesar bien.
Η λέξη "procesar" προέρχεται από το "proceso", το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "processus" στα Λατινικά, που σημαίνει "προχωρώ, προχωρώ σε μια διαδικασία".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "procesar" και τις χρήσεις της στη γλώσσα Ισπανικά.