Το ρήμα "proclamar" σημαίνει να διακηρύσσει ή να αναγγέλλει κάτι επίσημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, νομικά και κοινωνικά τοπία για να περιγράψει την πράξη της δημόσιας ανακοίνωσης ενός γεγονότος ή μιας δήλωσης. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επίσημα πλαίσια.
Ο πρόεδρος αποφάσισε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Proclamaron su victoria en las elecciones con gran alegría.
Η λέξη "proclamar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για την έκφραση λήψης αποφάσεων ή ανακοινώσεων. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Η κήρυξη της ειρήνης είναι μια Noble πράξη.
La asamblea decidió proclamar la independencia del país.
Η συνέλευση αποφάσισε να κηρύξει την ανεξαρτησία της χώρας.
Es importante proclamar nuestros derechos para ser escuchados.
Είναι σημαντικό να διακηρύξουμε τα δικαιώματά μας για να γίνουμε ακουστοί.
Proclamar el amor en tiempos de guerra es un desafío.
Να διακηρύξεις την αγάπη σε καιρούς πολέμου είναι μια πρόκληση.
Proclamaron su apoyo a la causa con un gran evento.
Το "proclamar" προέρχεται από τα λατινικά "proclamare", το οποίο σημαίνει "να φωνάζω μπροστά" ή "να αναγγέλλω δημοσίως".
Συνώνυμα: - Anunciar - Declarar - Manifestar
Αντώνυμα: - Ocultar - Silenciar - Disimular
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια περιεκτική εικόνα της λέξης "proclamar" στις ισπανικές γλώσσες, τονίζοντας τη σημασία και την ευρεία χρήση της.