Η λέξη "proclive" είναι επίθετο.
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή είναι: /prəˈklaɪv/
Η λέξη "proclive" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - κλίση προς - επιρρέπεια σε
Η λέξη "proclive" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια τάση ή επιρρέπεια σε κάτι, συχνά με αρνητική σημασία. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο συνήθης σε γραπτά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο, καθώς αφορά πιο επισημότητα ή επιστημονικούς τόνους.
El joven es proclive a tomar decisiones impulsivas.
(Ο νεαρός είναι επιρρεπής να παίρνει παρορμητικές αποφάσεις.)
Ella es proclive a sentirse ansiosa en situaciones sociales.
(Αυτή είναι επιρρεπής να νιώθει άγχος σε κοινωνικές καταστάσεις.)
Η λέξη δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε καταστάσεις και προτιμήσεις:
Es proclive al mal hábito de procrastinar.
(Είναι επιρρεπής στη κακή συνήθεια της αναβλητικότητας.)
Las personas proclives a la crítica suelen ser menos apreciadas.
(Οι άνθρωποι που είναι επιρρεπείς στην κριτική συνήθως εκτιμώνται λιγότερο.)
Tener un enfoque proclive al pesimismo puede afectar tu bienestar.
(Ένας προσανατολισμός επιρρεπή στον πεσιμισμό μπορεί να επηρεάσει την ευημερία σου.)
Η λέξη "proclive" προέρχεται από το λατινικό "proclivis", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "pro-" (προς, υπέρ) και "clivis" (κλίση).
Συνώνυμα:
- επιρρεπής
- τάση προς
Αντώνυμα:
- απρόσβλητος
- ανεξάρτητος