procura - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

procura (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "procura" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "procura" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA) είναι: /pɾoˈkuɾa/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "procura" μπορεί να μεταφραστεί ως: - εντολή - προεδρία

Σημασία και χρήση

Στα Ισπανικά, η λέξη “procura” χρησιμοποιείται στον νομικό τομέα και αναφέρεται σε έγγραφο ή πράξη που δίδει σε κάποιον την εξουσία να ενεργεί εκ μέρους κάποιου άλλου, συνήθως σε νομικά ζητήματα. Η χρήση της είναι κυρίως γραπτή, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικό λόγο σε νομικές διαδικασίες ή όταν συζητούνται νομικές εντολές.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El abogado presentó una procura para representar al cliente.
    (Ο δικηγόρος παρουσίασε μια εντολή για να εκπροσωπήσει τον πελάτη.)

  2. Necesito firmar la procura antes de la reunión.
    (Πρέπει να υπογράψω την εντολή πριν από τη συνάντηση.)

  3. La procura permite a alguien tomar decisiones en mi nombre.
    (Η εντολή επιτρέπει σε κάποιον να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους μου.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "procura" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Hacer procura de algo
    (Να ζητάς ή να φροντίζεις για κάτι.)
    Ejemplo: Yo siempre hago procura de la salud de mi familia.
    (Πάντα φροντίζω για την υγεία της οικογένειάς μου.)

  2. Estar en procura de justicia
    (Να αναζητάς δικαιοσύνη.)
    Ejemplo: La sociedad está en procura de justicia para las víctimas.
    (Η κοινωνία αναζητά δικαιοσύνη για τα θύματα.)

  3. Procura y verás
    (Ζήτησε και θα δεις.)
    Ejemplo: Siempre digo: procura y verás que las cosas mejoran.
    (Πάντα λέω: ζήτησε και θα δεις ότι τα πράγματα βελτιώνονται.)

Ετυμολογία

Η λέξη "procura" προέρχεται από το λατινικό "procurare", που σημαίνει «να φροντίσει» ή «να ενεργεί για κάποιον».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - mandato (εντολή) - poder (δύναμη)

Αντώνυμα: - descontrol (έλλειψη ελέγχου) - desinterés (αδιαφορία)



23-07-2024