Το "procurador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "procurador" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [pɾokuɾaˈðoɾ].
Η λέξη "procurador" αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που έχει λάβει εντολή να εκπροσωπεί κάποιον άλλο, και συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα του δικαίου. Μπορεί να αναφέρεται σε νομικό εκπρόσωπο ή επιμελητή δικαστηρίου που ενεργεί για λογαριασμό κάποιου. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, αν και λιγότερο συχνά. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με αυξημένη χρήση σε νομικά πλαίσια.
Ο εκπρόσωπος παρουσίασε όλα τα απαραίτητα έγγραφα ενώπιον του δικαστή.
Mi procurador me aconsejó sobre cómo proceder en el caso.
Ο δικηγόρος μου με συμβούλεψε για το πώς να προχωρήσω με την υπόθεση.
El procurador tiene la obligación de actuar en el mejor interés de su cliente.
Η λέξη "procurador" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Ο εκπρόσωπος των περιουσιακών στοιχείων ανέλαβε την πώληση της ιδιοκτησίας.
"Procurador judicial"
Ο δικαστικός επιμελητής ενημέρωσε τις πλευρές σχετικά με την ακρόαση.
"Procurador general"
Ο γενικός επιμελητής υπέβαλε έφεση στο δικαστήριο.
"Procurador ad hoc"
Η λέξη "procurador" προέρχεται από το λατινικό "procurator", που σημαίνει "αυτός που φροντίζει", από τη ρίζα "procurare", που σημαίνει "να φροντίσει" ή "να αναλάβει".