procurador - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

procurador (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "procurador" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "procurador" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [pɾokuɾaˈðoɾ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση στη Γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "procurador" αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που έχει λάβει εντολή να εκπροσωπεί κάποιον άλλο, και συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα του δικαίου. Μπορεί να αναφέρεται σε νομικό εκπρόσωπο ή επιμελητή δικαστηρίου που ενεργεί για λογαριασμό κάποιου. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, αν και λιγότερο συχνά. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με αυξημένη χρήση σε νομικά πλαίσια.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El procurador presentó todos los documentos necesarios ante el juez.
  2. Ο εκπρόσωπος παρουσίασε όλα τα απαραίτητα έγγραφα ενώπιον του δικαστή.

  3. Mi procurador me aconsejó sobre cómo proceder en el caso.

  4. Ο δικηγόρος μου με συμβούλεψε για το πώς να προχωρήσω με την υπόθεση.

  5. El procurador tiene la obligación de actuar en el mejor interés de su cliente.

  6. Ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να ενεργεί προς το καλύτερο συμφέρον του πελάτη του.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "procurador"

Η λέξη "procurador" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. "Procurador de bienes"
  2. Ένας εκπρόσωπος που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία.
  3. "El procurador de bienes se encargó de la venta de la propiedad."
  4. Ο εκπρόσωπος των περιουσιακών στοιχείων ανέλαβε την πώληση της ιδιοκτησίας.

  5. "Procurador judicial"

  6. Δικαστικός επιμελητής.
  7. "El procurador judicial notificó a las partes sobre la audiencia."
  8. Ο δικαστικός επιμελητής ενημέρωσε τις πλευρές σχετικά με την ακρόαση.

  9. "Procurador general"

  10. Γενικός εκπρόσωπος.
  11. "El procurador general presentó una apelación ante la corte."
  12. Ο γενικός επιμελητής υπέβαλε έφεση στο δικαστήριο.

  13. "Procurador ad hoc"

  14. Εκπρόσωπος που διορίζεται για μια συγκεκριμένη περίπτωση.
  15. "Se nombró un procurador ad hoc para esta situación especial."
  16. Διορίστηκε ένας εκπρόσωπος ad hoc για αυτή την ειδική κατάσταση.

Ετυμολογία

Η λέξη "procurador" προέρχεται από το λατινικό "procurator", που σημαίνει "αυτός που φροντίζει", από τη ρίζα "procurare", που σημαίνει "να φροντίσει" ή "να αναλάβει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024