Η λέξη "procurar" είναι ρήμα.
/pɾo.kuˈɾaɾ/
Η λέξη "procurar" σημαίνει να ψάχνεις, να προσπαθείς να βρεις ή να αποκτήσεις κάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως σε διαφορετικά πλαίσια, όπως στη ζωή καθημερινότητας, στη νομική ή στη διοίκηση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αν και και στο γραπτό μπορεί να βρεθεί με την ίδια συχνότητα.
Θα προσπαθήσω να βεβαιωθώ ότι όλα θα πάνε καλά.
Ella procura siempre la mejor opción.
Η λέξη "procurar" έχει κάποια ιδιωματική χρήση, κυρίως σε σχετικές φράσεις που σημαίνουν "να προσπαθήσεις" ή "να διασφαλίσεις". Ακολουθούν παραδείγματα:
Προσπαθώ να μην αφήσω τίποτα στη τύχη.
Es importante procurar la paz en la familia.
Είναι σημαντικό να φροντίσουμε για την ειρήνη στην οικογένεια.
Debemos procurar soluciones a largo plazo.
Πρέπει να προσπαθήσουμε για μακροχρόνιες λύσεις.
Siempre procura respetar las opiniones de los demás.
Η λέξη "procurar" προέρχεται από το λατινικό "procurare", που σημαίνει "να φέρνεις κάτι μπροστά" ή "να τακτοποιείς".
Συνώνυμα: - buscar - intentar - facilitar
Αντώνυμα: - descuidar - abandonar - desinteresar
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "procurar" στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση της σε διάφορους τομείς όπως ο γενικός και ο νομικός.