procurar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

procurar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "procurar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/pɾo.kuˈɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "procurar" σημαίνει να ψάχνεις, να προσπαθείς να βρεις ή να αποκτήσεις κάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως σε διαφορετικά πλαίσια, όπως στη ζωή καθημερινότητας, στη νομική ή στη διοίκηση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αν και και στο γραπτό μπορεί να βρεθεί με την ίδια συχνότητα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a procurar que todo salga bien.
  2. Θα προσπαθήσω να βεβαιωθώ ότι όλα θα πάνε καλά.

  3. Ella procura siempre la mejor opción.

  4. Αυτή πάντα αναζητά την καλύτερη επιλογή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "procurar" έχει κάποια ιδιωματική χρήση, κυρίως σε σχετικές φράσεις που σημαίνουν "να προσπαθήσεις" ή "να διασφαλίσεις". Ακολουθούν παραδείγματα:

  1. Procurar no dejar nada a la suerte.
  2. Προσπαθώ να μην αφήσω τίποτα στη τύχη.

  3. Es importante procurar la paz en la familia.

  4. Είναι σημαντικό να φροντίσουμε για την ειρήνη στην οικογένεια.

  5. Debemos procurar soluciones a largo plazo.

  6. Πρέπει να προσπαθήσουμε για μακροχρόνιες λύσεις.

  7. Siempre procura respetar las opiniones de los demás.

  8. Πάντα να προσπαθείς να σέβεσαι τις απόψεις των άλλων.

Ετυμολογία

Η λέξη "procurar" προέρχεται από το λατινικό "procurare", που σημαίνει "να φέρνεις κάτι μπροστά" ή "να τακτοποιείς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - buscar - intentar - facilitar

Αντώνυμα: - descuidar - abandonar - desinteresar

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "procurar" στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση της σε διάφορους τομείς όπως ο γενικός και ο νομικός.



22-07-2024