Το "prodigar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /pɾo.ði.ˈɡaɾ/
Το "prodigar" αναφέρεται στην πράξη της σπατάλης ή της γενναιοδωρίας, ειδικά σε σχέση με χρήματα ή πόρους. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει τη διάθεση να προσφέρει ή να μοιράζεται κάτι αφθονικά, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Η λέξη χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αλλά η συχνότητα χρήσης είναι υψηλότερη στον γραπτό λόγο.
Οι γονείς αποφάσισαν να σπαταλήσουν αγάπη και φροντίδα στα παιδιά τους.
El gobierno intenta prodigar recursos para ayudar a los más necesitados.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να παραχωρήσει πόρους για να βοηθήσει τους πιο φτωχούς.
Es fácil prodigar palabras bonitas, pero es más difícil demostrar amor.
Η σπατάλη επαίνων χωρίς λόγο μπορεί να χάσει την αξία της.
Es mejor prodigar amor que dinero.
Είναι καλύτερα να σπαταλάς αγάπη παρά χρήματα.
No puedes prodigar promesas vacías.
Δεν μπορείς να σπαταλάς κενές υποσχέσεις.
El exceso de prodigar consejos a veces resulta molesto.
Η υπερβολική σπατάλη συμβουλών μερικές φορές είναι ενοχλητική.
Prodigar afectos en exceso puede ser contraproducente.
Η λέξη "prodigar" προέρχεται από το λατινικό "prodigare", που σημαίνει "να διανέμω αφθονία" ή "να σπαταλώ".
Συνώνυμα: - Distribuir - Ofrecer - Suministrar
Αντώνυμα: - Retener - Acumular - Reservar