Ρήμα
/ pɾo.ðuˈθiɾ /
Η λέξη "producir" στα Ισπανικά σημαίνει την πράξη της παραγωγής ή δημιουργίας κάτι, είτε αυτό είναι αγαθό είτε υπηρεσία. Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά, νομικά και καθημερινά συμφραζόμενα. Στη γλώσσα είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό τύπο, αλλά δεν απουσιάζει και από τον προφορικό λόγο, αναλόγως το εκάστοτε πλαίσιο.
La industria busca producir bienes sostenibles.
(Η βιομηχανία επιδιώκει να παράγει βιώσιμα αγαθά.)
Es importante producir información precisa y confiable.
(Είναι σημαντικό να παράγουμε ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες.)
La nueva ley puede producir efectos positivos en la economía.
(Ο νέος νόμος μπορεί να παράγει θετικά αποτελέσματα στην οικονομία.)
Producir resultados:
El esfuerzo del equipo empezará a producir resultados pronto.
(Η προσπάθεια της ομάδας θα αρχίσει να παράγει αποτελέσματα σύντομα.)
Producir cambios:
Η λέξη "producir" προέρχεται από το λατινικό "producere", το οποίο σημαίνει "να οδηγήσει προς τα εμπρός" ή "να φέρει μπροστά". Το σχηματισμό του περιλαμβάνει το πρόθεμα "pro-" (προς τα εμπρός) και το "ducere" (να οδηγήσει).
Συνώνυμα: - Crear (δημιουργώ) - Fabricar (κατασκευάζω) - Elaborar (επεξεργάζομαι)
Αντώνυμα: - Destruir (καταστρέφω) - Acabar (ολοκληρώνω, τελειώνω) - Disminuir (μειώνω)
Αυτές οι πληροφορίες σας παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "producir" στην ισπανική γλώσσα.