Η λέξη "productividad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος, οργανισμού ή ατόμου να παράγει αγαθά ή υπηρεσίες με αποτελεσματικότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της οικονομίας για να περιγράψει την αποδοτικότητα της παραγωγής. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε επαγγελματικά, οικονομικά και ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις που σχετίζονται με την εργασία και την παραγωγικότητα.
"Η παραγωγικότητα στην επιχείρηση έχει αυξηθεί φέτος."
"Es importante medir la productividad de los empleados."
Η λέξη "productividad" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία και την αποδοτικότητα.
"Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι θεμελιώδης για την επιτυχία."
"La productividad no solo depende de las horas trabajadas."
"Η παραγωγικότητα δεν εξαρτάται μόνο από τις ώρες εργασίας."
"Invertir en tecnología puede mejorar la productividad."
"Η επένδυση στην τεχνολογία μπορεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα."
"La clave de la productividad es la organización."
Η λέξη "productividad" προέρχεται από το λατινικό "productivus", που σημαίνει "παραγωγικός", και από το ρήμα "prodúcere", το οποίο σημαίνει "παράγω".