Το "profanar" είναι ρήμα.
/pro.faˈnaɾ/
Η λέξη "profanar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να βεβηλώνει ή να προσβάλλει κάτι που θεωρείται ιερό ή σεβαστό. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην προσβολή δικαιωμάτων ή προστατευμένων περιοχών. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και μπορεί να μην είναι πολύ διαδεδομένη στον καθημερινό προφορικό λόγο.
El grupo decidió profanar el monumento de la guerra.
(Η ομάδα αποφάσισε να βεβηλώσει το μνημείο του πολέμου.)
Es un pecado profanar lugares sagrados.
(Είναι αμαρτία να βεβηλώνεις ιερούς τόπους.)
Η λέξη "profanar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου μπορεί να παρατηρηθεί:
Profanar la memoria de alguien.
(Βεβηλώνω τη μνήμη κάποιου.)
No se debe profanar lo que es sagrado.
(Δεν πρέπει να βεβηλώνεται ό,τι είναι ιερό.)
Profanar un lugar histórico puede traer consecuencias legales.
(Η βεβήλωση ενός ιστορικού τόπου μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.)
Η λέξη "profanar" προέρχεται από το λατινικό "profanare", το οποίο συντίθεται από το πρόθεμα "pro-" (μπροστά) και "fanum" (ιερός τόπος ή ναός).
Συνώνυμα - Banalizar - Deshonrar
Αντώνυμα - Santificar - Respetar