proferir είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του λόγου με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [pɾo.feˈɾiɾ].
Το ρήμα proferir αναφέρεται στη διαδικασία της εκφοράς ή δήλωσης κάποιων λέξεων, συνήθως με έντονη ή σημαντική σημασία. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων ή απόψεων. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
El profesor decidió proferir una crítica constructiva a su alumno.
(Ο καθηγητής αποφάσισε να προφέρει μια εποικοδομητική κριτική στον μαθητή του.)
Es importante proferir palabras de aliento en momentos difíciles.
(Είναι σημαντικό να εκφέρουμε λόγια ενθάρρυνσης σε δύσκολες στιγμές.)
Η λέξη proferir χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, δηλώνοντας συνήθως την αξία ή τη βαρύτητα των λεγόμενων.
proferir un discurso
(να εκφράσεις μια ομιλία)
Ejemplo: El político proferirá un discurso en la inauguración.
(Ο πολιτικός θα εκφέρει μια ομιλία στην τελετή εγκαινίων.)
proferir maldiciones
(να προφέρεις κατάρες)
Ejemplo: En su frustración, comenzó a proferir maldiciones.
(Στην απογοήτευσή του, άρχισε να προφέρει κατάρες.)
proferir promesas
(να προφέρεις υποσχέσεις)
Ejemplo: El líder debe proferir promesas creíbles para ganar la confianza del pueblo.
(Ο ηγέτης πρέπει να εκφέρει αξιόπιστες υποσχέσεις για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού.)
Η λέξη proferir προέρχεται από το λατινικό proferre, που σημαίνει "φέρνω μπροστά" ή "εκφράζω".