profesar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

profesar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[pɾo.feˈsaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "profesar" σημαίνει "να διδάσκω" ή "να δηλώνω" κάτι, κυρίως σε σχέση με τη διδασκαλία, τις γνωστικές ή επαγγελματικές πεποιθήσεις. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, επιστημονικών και νομικών.

Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να έχει μεγαλύτερη συχνότητα στις επίσημες ή εκπαιδευτικές καταστάσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Los profesores deben profesar su conocimiento con pasión.
    (Οι καθηγητές πρέπει να διδάσκουν την γνώση τους με πάθος.)

  2. Él profesa la fe católica desde su infancia.
    (Αυτός δηλώνει την καθολική πίστη του από την παιδική του ηλικία.)

  3. Es importante profesar respeto por las opiniones de los demás.
    (Είναι σημαντικό να δηλώνουμε σεβασμό για τις απόψεις των άλλων.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "profesar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν τη διδασκαλία ή την υποστήριξη μιας πεποίθησης.

  1. Profesar amor por la educación es esencial.
    (Να δηλώνει κανείς αγάπη για την εκπαίδευση είναι ουσιώδες.)

  2. No solo profesa una ideología, sino que actúa en consecuencia.
    (Δεν δηλώνει μόνο μια ιδεολογία, αλλά ενεργεί ανάλογα.)

  3. Ella profesa devoción a su trabajo.
    (Αυτή δηλώνει αφοσίωση στη δουλειά της.)

  4. El abogado profesa la justicia como su misión.
    (Ο δικηγόρος δηλώνει τη δικαιοσύνη ως αποστολή του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "profesar" προέρχεται από το λατινικό "professare", που σημαίνει "δηλώνω δημοσίως" ή "διδάσκω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024