Ρήμα
[pɾo.feˈsaɾ]
Η λέξη "profesar" σημαίνει "να διδάσκω" ή "να δηλώνω" κάτι, κυρίως σε σχέση με τη διδασκαλία, τις γνωστικές ή επαγγελματικές πεποιθήσεις. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, επιστημονικών και νομικών.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να έχει μεγαλύτερη συχνότητα στις επίσημες ή εκπαιδευτικές καταστάσεις.
Los profesores deben profesar su conocimiento con pasión.
(Οι καθηγητές πρέπει να διδάσκουν την γνώση τους με πάθος.)
Él profesa la fe católica desde su infancia.
(Αυτός δηλώνει την καθολική πίστη του από την παιδική του ηλικία.)
Es importante profesar respeto por las opiniones de los demás.
(Είναι σημαντικό να δηλώνουμε σεβασμό για τις απόψεις των άλλων.)
Η λέξη "profesar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν τη διδασκαλία ή την υποστήριξη μιας πεποίθησης.
Profesar amor por la educación es esencial.
(Να δηλώνει κανείς αγάπη για την εκπαίδευση είναι ουσιώδες.)
No solo profesa una ideología, sino que actúa en consecuencia.
(Δεν δηλώνει μόνο μια ιδεολογία, αλλά ενεργεί ανάλογα.)
Ella profesa devoción a su trabajo.
(Αυτή δηλώνει αφοσίωση στη δουλειά της.)
El abogado profesa la justicia como su misión.
(Ο δικηγόρος δηλώνει τη δικαιοσύνη ως αποστολή του.)
Η λέξη "profesar" προέρχεται από το λατινικό "professare", που σημαίνει "δηλώνω δημοσίως" ή "διδάσκω".