Η λέξη "profesional" είναι επίθετο και δημοφιλές ουσιαστικό στη σχετική χρήση.
/pɾofeˈsjonal/
Η λέξη "profesional" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει ειδίκευση ή κατάρτιση σε ένα συγκεκριμένο επαγγελματικό τομέα. Είναι συχνά συνδεδεμένη με την ιδέα ότι ο εν λόγω άνθρωπος έχει γνώσεις και ικανότητες που τον καθιστούν ικανό να ασκήσει το επάγγελμά του με εμπειρία και επαγγελματισμό.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως στο γραπτό κείμενο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά ή εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
"Ο γιατρός είναι πολύ επαγγελματίας στη δουλειά του."
"Se necesita un enfoque profesional para resolver este problema."
"Χρειάζεται μια επαγγελματική προσέγγιση για να λυθεί αυτό το πρόβλημα."
"Ella actúa de manera muy profesional en las reuniones."
Η λέξη "profesional" ενσωματώνεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που κατέχει πολύ καλή γνώση σε μια συγκεκριμένη θεματολογία.
"Tomar una actitud profesional"
Σημαίνει να συμπεριφέρεσαι σοβαρά και με υπευθυνότητα στον επαγγελματικό τομέα.
"Cualidades de un buen profesional"
Αναφέρεται σε ειδικά γνώρισματα που έχει ένας επιτυχημένος επαγγελματίας.
"Actuar con profesionalidad"
Η λέξη "profesional" προέρχεται από το λατινικό "professio", που σημαίνει «γνωστοποίηση», «δημόσια δήλωση», και συνδέεται με το ρήμα "profar" που σημαίνει «δηλώνω» ή «αναγνωρίζω».
capacitado (καταρτισμένος)
Αντώνυμα: