Η λέξη «profesor» είναι ουσιαστικό.
[pro.feˈsoɾ]
Η λέξη «profesor» χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάποιον που διδάσκει ή είναι ειδικός σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, συνήθως σε σχολεία ή πανεπιστήμια. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κατηγορώντας όμως περισσότερο το εκπαιδευτικό και το ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Ο καθηγητής εξήγησε το μάθημα με πολύ σαφήνεια.
Los estudiantes admiraban al profesor por su conocimiento.
Οι μαθητές θαύμαζαν τον καθηγητή για τις γνώσεις του.
El profesor de matemáticas es muy estricto.
Η λέξη «profesor» χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που μαθαίνει σημαντικά διδάγματα μέσα από τις εμπειρίες του.
"Reputación de profesor"
Αναφέρεται στην αναγνώριση και την εκτίμηση που έχει ένας καθηγητής στη σχολική ή ακαδημαϊκή κοινότητα.
"Profesor particular"
Η λέξη «profesor» προέρχεται από το Λατινικό «professor», που σημαίνει «αυτός που δηλώνει, αυτός που αποκαλύπτει».
Η λέξη «profesor» κρατάει μια σπουδαία θέση στο λεξιλόγιο της εκπαίδευσης και συνδέεται στενά με την ακαδημαϊκή ζωή.