Η λέξη "proforma" λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός (adjetivo) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή για τη λέξη "proforma" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /pɾoˈfoɾ.ma/.
Η λέξη "proforma" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε έγγραφα ή διαδικασίες που είναι τυπικές ή προληπτικές, συνήθως σε νομικές ή εμπορικές συναλλαγές. Ενδεχομένως, να αναφέρεται σε έναν τύπο τιμολόγησης ή αγοράς που παρέχει πληροφορίες για προϊόντα ή υπηρεσίες, χωρίς να συνιστά επίσημη ή δεσμευτική συμφωνία. Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να ακούγεται και σε συζητήσεις που αφορούν νομικά θέματα.
"Ο προληπτικός λογαριασμός εστάλη στον πελάτη για ανασκόπηση."
"Es importante tener una proforma antes de cerrar cualquier acuerdo."
"Είναι σημαντικό να έχουμε μια τυπική προσφορά πριν κλείσουμε οποιαδήποτε συμφωνία."
"La proforma nos ayuda a entender los costos antes de hacer la compra."
Η λέξη "proforma" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες νομικές ή εμπορικές φράσεις. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
"Η υπογραφή ενός προφορματικού συμβολαίου δεν σημαίνει ότι είναι νομικά δεσμευμένο."
"En el comercio internacional, es común enviar una proforma antes de la factura final."
"Στο διεθνές εμπόριο, είναι συνηθισμένο να στέλνουμε μια προφορματική προσφορά πριν από τον τελικό λογαριασμό."
"La proforma es un requisito para la mayoría de los proyectos financieros."
Η λέξη "proforma" προέρχεται από τα λατινικά "pro forma", που σημαίνει "για τη μορφή". Η χρήση της στη νομική και εμπορική γλώσσα έχει επικρατήσει σε αρκετές γλώσσες.
Συνώνυμα: τυπικός, προληπτικός, υποθετικός. Αντώνυμα: ουσιαστικός, δεσμευτικός, κανονιστικός.