Το "profundizar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "profundizar" στα καταλανικά είναι: /pɾo.fun.ðiˈθaɾ/.
Η λέξη "profundizar" σημαίνει να εμβαθύνεις σε κάποιο θέμα ή ζήτημα, να το εξετάσεις πιο προσεκτικά ή σε βάθος. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά περιβάλλοντα, όπου απαιτείται μια πιο λεπτομερής ανάλυση. Είναι σχετικά συχνή στη γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και συναντάται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
Είναι σημαντικό να εμβαθύνουμε στα θέματα που συζητήσαμε.
Necesitamos profundizar en el análisis de los datos.
Η λέξη "profundizar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Εμβαθύνω στην ιστορία.
Es fundamental profundizar en los problemas.
Είναι θεμελιώδους σημασίας να εμβαθύνουμε στα προβλήματα.
Profundizar en la comprensión del texto.
Εμβαθύνω στην κατανόηση του κειμένου.
Profundizar en la relación entre ambos.
Εμβαθύνω στη σχέση μεταξύ τους.
Tenemos que profundizar en las causas de este fenómeno.
Η λέξη "profundizar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "profundus", η οποία σημαίνει "βαθύς". Η σύνθεση της ελληνικής ρίζας και η προσθήκη του επιθέτου δημιουργούν το ρήμα που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Συνώνυμα: - ahondar (βαθαίνω) - investigar (ερευνώ) - analizar (αναλύω)
Αντώνυμα: - superficializar (επιφανειακά εξετάζω) - ignorar (αγνοώ) - descuidar (παραμελώ)