Progenitor: ουσιαστικό
[pro.xeˈni.tor]
Η λέξη progenitor αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα που είναι η πηγή ή ο πρόγονος άλλων. Στον τομέα του νόμου, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε πρόσωπα που έχουν νομικά ή βιολογικά δικαιώματα πάνω σε άλλους, όπως γονείς ή πρόγονοι. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να σχετίζεται με γενετική και κληρονομικότητα. Η λέξη χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό, είτε στον γραπτό λόγο, αν και κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
Ο πρόγονος της οικογένειας είχε μεγάλη επιρροή στην κοινότητα.
Es importante conocer el progenitor para entender la herencia genética.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τον γεννήτορα για να κατανοήσουμε την γενετική κληρονομιά.
El progenitor de la ley fue un grupo de juristas.
Η λέξη progenitor δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρύτερο πλαίσιο. Ωστόσο, οι παρακάτω εκφράσεις σχετίζονται με γονείς ή βιολογικούς προγόνους:
"Κληρονομώ τον χαρακτήρα ενός προγόνου".
"Cada progenitor trae un legado a su descendencia".
"Κάθε πρόγονος φέρνει μια κληρονομιά στους απογόνους του".
"Los progenitores deben ser un ejemplo para sus hijos".
Η λέξη progenitor προέρχεται από το λατινικό "progenitor", που σημαίνει "ο οποίος γεννά" ή "ο οποίος επιφέρει στη ζωή".
Συνώνυμα: - Antepasado (προπάτορας) - Ancestro (πρόγονος)
Αντώνυμα: - Descendiente (απόγονος) - Sucesor (διάδοχος)