progenitor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

progenitor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Progenitor: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

[pro.xeˈni.tor]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη progenitor αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα που είναι η πηγή ή ο πρόγονος άλλων. Στον τομέα του νόμου, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε πρόσωπα που έχουν νομικά ή βιολογικά δικαιώματα πάνω σε άλλους, όπως γονείς ή πρόγονοι. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να σχετίζεται με γενετική και κληρονομικότητα. Η λέξη χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό, είτε στον γραπτό λόγο, αν και κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El progenitor de la familia tenía una gran influencia en la comunidad.
  2. Ο πρόγονος της οικογένειας είχε μεγάλη επιρροή στην κοινότητα.

  3. Es importante conocer el progenitor para entender la herencia genética.

  4. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τον γεννήτορα για να κατανοήσουμε την γενετική κληρονομιά.

  5. El progenitor de la ley fue un grupo de juristas.

  6. Ο πρόγονος του νόμου ήταν μια ομάδα νομικών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη progenitor δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρύτερο πλαίσιο. Ωστόσο, οι παρακάτω εκφράσεις σχετίζονται με γονείς ή βιολογικούς προγόνους:

  1. "Heredar el carácter de un progenitor".
  2. "Κληρονομώ τον χαρακτήρα ενός προγόνου".

  3. "Cada progenitor trae un legado a su descendencia".

  4. "Κάθε πρόγονος φέρνει μια κληρονομιά στους απογόνους του".

  5. "Los progenitores deben ser un ejemplo para sus hijos".

  6. "Οι γονείς πρέπει να είναι παράδειγμα για τα παιδιά τους".

Ετυμολογία

Η λέξη progenitor προέρχεται από το λατινικό "progenitor", που σημαίνει "ο οποίος γεννά" ή "ο οποίος επιφέρει στη ζωή".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Antepasado (προπάτορας) - Ancestro (πρόγονος)

Αντώνυμα: - Descendiente (απόγονος) - Sucesor (διάδοχος)



22-07-2024