Ρήμα
/ pɾo.ɣɾa.ˈmaɾ /
Η λέξη "programar" σημαίνει να οργανώνεις ή να σχεδιάζεις κάτι, συνήθως σε σχέση με υπολογιστές, τεχνολογία ή διαδικασίες. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της πληροφορικής και της οικονομίας, καθώς και σε καθημερινές καταστάσεις όπου απαιτείται κάποια μορφή προγραμματισμού. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
Είναι απαραίτητο να προγραμματίσουμε μια συνάντηση για να συζητήσουμε τον προϋπολογισμό.
Voy a programar unas vacaciones para el próximo mes.
Θα προγραμματίσω διακοπές για τον επόμενο μήνα.
Los ingenieros deben programar el software antes de su lanzamiento.
Η λέξη "programar" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνδυάζουν την έννοια του προγραμματισμού με άλλες έννοιες.
Να προγραμματίσεις ένα λαμπρό μέλλον.
Programar al detalle.
Να προγραμματίσεις με λεπτομέρεια.
No olvides programar las prioridades.
Μην ξεχνάς να προγραμματίσεις τις προτεραιότητες.
La clave es programar tus objetivos correctamente.
Το κλειδί είναι να προγραμματίσεις σωστά τους στόχους σου.
Es importante programar el tiempo de descanso.
Η λέξη "programar" προέρχεται από τη λέξη "programa," που σημαίνει σχέδιο ή πρόταση, και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "programa," που σημαίνει "προγραμματισμός" ή "διακήρυξη."
Συνώνυμα: - Planificar (σχεδιάζω) - Organizar (οργανώνω)
Αντώνυμα: - Desorganizar (αναδιοργανώνω) - Descuidar (παραμελώ)