Το "progresar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "progresar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pɾoɣɾeˈsaɾ/
Η λέξη "progresar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - προοδεύω - εξελίσσομαι
Η λέξη "progresar" σημαίνει "να κάνεις πρόοδο" ή "να εξελίσσεσαι". Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδηλώσει την ανάπτυξη, την πρόοδο ή την πρόοδο προς έναν στόχο. Είναι μια συχνή λέξη, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης σε προφορικούς διαλόγους. Συνήθως είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε θετικές προσεγγίσεις, όπως η επαγγελματική ανάπτυξη ή η προσωπική εξέλιξη.
Οι νέοι πρέπει να προοδεύσουν στις σπουδές τους.
Es importante progresar en la carrera profesional.
Είναι σημαντικό να προοδεύεις στην επαγγελματική σου καριέρα.
Con esfuerzo, podremos progresar como equipo.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "progresar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Προοδεύουμε βήμα-βήμα.
No hay progreso sin esfuerzo.
Δεν υπάρχει πρόοδος χωρίς προσπάθεια.
Progresar en la vida personal.
Προοδεύω στη προσωπική ζωή.
Es fundamental progresar en el ámbito laboral.
Είναι θεμελιώδες να προοδεύεις στον επαγγελματικό τομέα.
Progresar requiere paciencia y dedicación.
Η λέξη "progresar" προέρχεται από το λατινικό "progredi", το οποίο σημαίνει "να προχωρήσεις μπροστά".