Το "prohibido" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /pɾo.i.βiˈðo/
Η λέξη "prohibido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απαγορευμένο ή δεν επιτρέπεται να γίνει. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε επίσημα και νομικά πλαίσια.
Τα αλκοολούχα ποτά είναι απαγορευμένα στην εκδήλωση.
No tocar el material está prohibido.
Η επαφή με το υλικό είναι απαγορευμένη.
Es prohibido fumar en lugares públicos.
Η λέξη "prohibido" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, μερικές από τις οποίες είναι:
Απαγορεύεται να ξεχνάμε.
Es prohibido el paso.
Η είσοδος απαγορεύεται.
Lo prohibido es más tentador.
Αυτό που είναι απαγορευμένο είναι πιο δελεαστικό.
Prohibido el consumo de drogas.
Απαγορεύεται η κατανάλωση ναρκωτικών.
No está prohibido soñar.
Η λέξη "prohibido" προέρχεται από το λατινικό "prohibitum", που σημαίνει "απαγορευμένο".