Η λέξη "prole" είναι ουσιαστικό.
/ˈpɾo.le/
Στα Ισπανικά, η λέξη "prole" αναφέρεται σε άτομα που ανήκουν στην εργατική τάξη ή είναι προλετάριοι. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς διαλόγους αναφερόμενα στις κατώτερες τάξεις της κοινωνίας. Η χρήση της είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σε συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια.
Οι προλετάριοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιο μισθό.
En la revolución, los proles lucharon por sus derechos.
Η λέξη "prole" χρησιμοποιείται λιγότερο για να σχηματίσει ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετίζεται με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους:
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στις κοινωνικές ή πολιτικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης.
"Prole de la sociedad" - Προλετάριος της κοινωνίας.
Αντιπροσωπεύει την ιδέα ότι τα μέλη της εργατικής τάξης έχουν καθορισμένο ρόλο στην κοινωνία.
"En defensa de los proles" - Σε υπεράσπιση των προλετάριων.
Η λέξη "prole" προέρχεται από το λατινικό "proletarius", το οποίο σημαίνει "ο οποίος φέρει απόγονοι". Στη σύγχρονη γλώσσα, αναφέρεται σε άτομα που συνήθως ανήκουν στην κατώτερη κοινωνική τάξη.
Συνώνυμα: - Trabajador (εργαζόμενος) - Obrero (εργάτης)
Αντώνυμα: - Burgués (αστός) - Noble (ευγενής)
Η λέξη "prole" ανήκει σε μια ευρύτερη κοινωνιολογική και πολιτική συζήτηση που αφορά τη θέση της εργατικής τάξης στην κοινωνία, διασυνδεόμενη με τις έννοιες της δικαιοσύνης, της ισότητας και της κοινωνικής αλλαγής.