Το "proliferar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /pɾolifeɾaɾ/
Η λέξη "proliferar" σημαίνει τη διαδικασία με την οποία κάτι αυξάνει, πληθαίνει ή διαδίδεται. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά για την περιγραφή της αύξησης αριθμού κυττάρων, οργανισμών ή ακόμη και ιδεών και φαινομένων στην κοινωνία. Χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
Η βακτήρια μπορεί να πολλαπλασιαστεί γρήγορα σε ευνοϊκό περιβάλλον.
Es importante controlar cómo las ideas proliferan en la sociedad.
Η λέξη "proliferar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις ή εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Οι ασθένειες μπορεί να αυξηθούν αν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα.
Durante la primavera, las flores proliferan en los jardines.
Κατά τη διάρκεια της άνοιξης, τα λουλούδια πολλαπλασιάζονται στους κήπους.
La tecnología tiende a proliferar en nuestra vida cotidiana.
Η τεχνολογία τείνει να αυξάνεται στην καθημερινότητά μας.
Las teorías conspirativas proliferan en Internet.
Η λέξη "proliferar" προέρχεται από το λατινικό "proliferare", όπου "pro-" σημαίνει «προς τα εμπρός» και "ferre" σημαίνει «φέρνω» ή «μεταφέρω». Έτσι, έχει τη σημασία της μεταφοράς ή αύξησης προς τα εμπρός ή της διάδοσης.
Συνώνυμα: - multiplicar (πολλαπλασιάζω) - expandir (επεκτείνω)
Αντώνυμα: - disminuir (μειώνω) - reducir (συρρικνώνω)