Το "prolijo" είναι επίθετο.
/ pɾoˈli.xo /
Η λέξη "prolijo" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάτι που είναι λεπτομερές, περιγραφικό ή αναλυτικό έως υπερβολής. Χρησιμοποιείται για κείμενα, ομιλίες ή περιγραφές που περιέχουν περισσότερες λεπτομέρειες από ό,τι είναι απαραίτητο ή επιθυμητό. Η χρήση της είναι κοινή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά απαντάται στο γραπτό κείμενο λόγω της φύσης του.
El informe es tan prolijo que resulta difícil de entender.
(Η έκθεση είναι τόσο λεπτομερής που είναι δύσκολο να κατανοηθεί.)
Me gusta un estilo prolijo al escribir, porque creo que da claridad.
(Μου αρέσει ένα λεπτομερές στυλ όταν γράφω, γιατί νομίζω ότι προσφέρει σαφήνεια.)
Η λέξη "prolijo" δεν περιλαμβάνεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συμφραζόμενα που υπογραμμίζουν την υπερβολική λεπτομέρεια ή ανάλυση:
No seas prolijo, ve al grano.
(Μη γίνεσαι λεπτομερής, πήγαινε κατευθείαν στο θέμα.)
Prefiero un discurso prolijo que uno que solo rasguea la superficie.
(Προτιμώ μια λεπτομερή ομιλία από μια που απλά αγγίζει την επιφάνεια.)
La presentación fue demasiado prolija y perdió la atención del público.
(Η παρουσίαση ήταν υπερβολικά λεπτομερής και έχασε την προσοχή του κοινού.)
Η λέξη "prolijo" προέρχεται από το λατινικό "prolīcus", που σημαίνει "όταν επεκτείνεται" ή "μακράς διαρκείας".
Συνώνυμα: - Detallado (λεπτομερής) - Excesivo (υπερβολικός)
Αντώνυμα: - Conciso (συνοπτικός) - Breve (σύντομος)