prolongado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

prolongado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Prolongado είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /pɾo.lonˈɣa.ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη prolongado αναφέρεται σε κάτι που έχει παραταθεί ή έχει διαρκέσει περισσότερο από αναμενόμενο ή φυσιολογικό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει χρονικές περιόδους, γεγονότα, καταστάσεις ή ακόμα και αντικείμενα που έχουν αυξηθεί σε διάρκεια ή μέγεθος.

Χρησιμότητα στη γλώσσα Ισπανικά: Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La reunión fue muy prolongada y todos estaban cansados.
  2. (Η συνάντηση ήταν πολύ παρατεταμένη και όλοι ήταν κουρασμένοι.)

  3. He tenido una prolongada espera en la estación.

  4. (Είχα μια παρατεταμένη αναμονή στον σταθμό.)

  5. El proyecto tuvo un plazo prolongado debido a los contratiempos.

  6. (Το έργο είχε έναν παρατεταμένο προθεσμία λόγω των προβλημάτων.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη prolongado είναι χρήσιμη και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Tener una prolongada conversación.
  2. (Να έχεις μια παρατεταμένη συνομιλία.)

  3. Un prolongado silencio.

  4. (Μια παρατεταμένη σιωπή.)

  5. Prolongado sufrimiento.

  6. (Παρατεταμένος πόνος.)

  7. Estar en un prolongado estado de alerta.

  8. (Να βρίσκεσαι σε μια παρατεταμένη κατάσταση ετοιμότητας.)

  9. Disfrutar de una prolongada estadía.

  10. (Να απολαύσεις μια παρατεταμένη διαμονή.)

Ετυμολογία

Η λέξη prolongado προέρχεται από το ρήμα prolongar, το οποίο σημαίνει "να παρατείνεις" ή "να διευρύνεις". Αυτό το ρήμα προέρχεται από το λατινικό prolongare, όπου "pro" σημαίνει "μπροστά" και "longus" σημαίνει "μακρύς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - extenso - dilatado - prolongado

Αντώνυμα: - breve - corto - fugaz



23-07-2024