Prolongado είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /pɾo.lonˈɣa.ðo/
Η λέξη prolongado αναφέρεται σε κάτι που έχει παραταθεί ή έχει διαρκέσει περισσότερο από αναμενόμενο ή φυσιολογικό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει χρονικές περιόδους, γεγονότα, καταστάσεις ή ακόμα και αντικείμενα που έχουν αυξηθεί σε διάρκεια ή μέγεθος.
Χρησιμότητα στη γλώσσα Ισπανικά: Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
(Η συνάντηση ήταν πολύ παρατεταμένη και όλοι ήταν κουρασμένοι.)
He tenido una prolongada espera en la estación.
(Είχα μια παρατεταμένη αναμονή στον σταθμό.)
El proyecto tuvo un plazo prolongado debido a los contratiempos.
Η λέξη prolongado είναι χρήσιμη και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
(Να έχεις μια παρατεταμένη συνομιλία.)
Un prolongado silencio.
(Μια παρατεταμένη σιωπή.)
Prolongado sufrimiento.
(Παρατεταμένος πόνος.)
Estar en un prolongado estado de alerta.
(Να βρίσκεσαι σε μια παρατεταμένη κατάσταση ετοιμότητας.)
Disfrutar de una prolongada estadía.
Η λέξη prolongado προέρχεται από το ρήμα prolongar, το οποίο σημαίνει "να παρατείνεις" ή "να διευρύνεις". Αυτό το ρήμα προέρχεται από το λατινικό prolongare, όπου "pro" σημαίνει "μπροστά" και "longus" σημαίνει "μακρύς".
Συνώνυμα: - extenso - dilatado - prolongado
Αντώνυμα: - breve - corto - fugaz