Το "prolongar" είναι ρήμα στα ισπανικά.
Η φωνητική μετα transcription του "prolongar" είναι: /pɾo.lonˈɡaɾ/
Η λέξη "prolongar" σημαίνει την πράξη της παράτασης ή επέκτασης ενός χρόνου, μιας διαδικασίας ή ενός γεγονότος. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, όπως γενικά, στην οικονομία, και στο νόμο. Εμφανίζεται με μέση συχνότητα και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά πλαίσια.
(Η σύμβαση μπορεί να παραταθεί για έναν ακόμη χρόνο.)
Necesitamos prolongar el plazo de entrega del proyecto.
(Πρέπει να επεκτείνουμε την προθεσμία παράδοσης του έργου.)
Decidieron prolongar su estancia en la ciudad.
Η λέξη "prolongar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Εδώ είναι μερικές:
(Να παρατείνεις την αγωνία.)
Prolongar la espera.
(Να παρατείνεις την αναμονή.)
Prolongar una decisión.
(Να παρατείνεις μια απόφαση.)
Prolongar los plazos.
(Να παρατείνεις τις προθεσμίες.)
Cuando prolongas una discusión, se vuelve más complicada.
(Όταν παρατείνεις μια συζήτηση, γίνεται πιο περίπλοκη.)
Es mejor no prolongar el problema, hay que solucionarlo pronto.
Η λέξη "prolongar" προέρχεται από το Λατινικό "prolongare", όπου "pro-" σημαίνει "μπροστά" ή "προς τα εμπρός" και "longus" σημαίνει "μακρύς". Έτσι, κυριολεκτικά "prolongar" σημαίνει να κάνεις κάτι πιο μακρύ ή να το επεκτείνεις.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "prolongar" στα ισπανικά και τη χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.