Το "provechoso" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
/ pɾo.βe.ˈt͡ʃo.so /
Η λέξη "provechoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προσφέρει όφελος, πλεονέκτημα ή είναι χρήσιμο. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να απαντάται σε γενικότερες καθημερινές καταστάσεις. Κατά κανόνα, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο απ' ό,τι στον προφορικό λόγο.
Αυτό το μάθημα είναι πολύ ωφέλιμο για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία.
La inversión en educación siempre es provechosa.
Η επένδυση στην εκπαίδευση είναι πάντα χρήσιμη.
Encontré un libro provechoso que explica la economía de manera sencilla.
Η λέξη "provechoso" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες τονίζουν την ωφέλεια ή την αξία κάποιου πράγματος.
Μια ωφέλιμη συμφωνία και για τα δύο μέρη.
Es esencial realizar actividades provechosas en el tiempo libre.
Είναι απαραίτητο να κάνουμε ωφέλιμες δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο.
La colaboración ha sido muy provechosa para el proyecto.
Η συνεργασία είχε πολύ ωφέλιμο αποτέλεσμα για το έργο.
Siempre es provechoso escuchar diferentes puntos de vista.
Είναι πάντα ωφέλιμο να ακούμε διαφορετικές απόψεις.
Tener un mentor puede ser muy provechoso para el crecimiento personal.
Η λέξη "provechoso" προέρχεται από το ρήμα "provechar", που σημαίνει "να επωφεληθεί" ή "να κερδίσει". Το επίθετο σχηματίζεται προσθέτοντας την κατάληξη "-oso", η οποία υποδηλώνει πλεονέκτημα ή χαρακτηριστικό.
Συνώνυμα - Útil (χρήσιμος) - Ventajoso (ευνοϊκός)
Αντώνυμα - Perjudicial (βλαβερός) - Desventajoso (μη ευνοϊκός)